Menu bar

23 Ιανουαρίου 2023

ΔΟΥΛΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ, ΔΟΥΛΕΙΑ ΒΡΗΚΑΜΕ!

Τώρα, που έχουν περάσει αρκετές ημέρες από τον θάνατο του τέως βασιλιά, του Κωνσταντίνου, και οι προβολείς της δημοσιότητος έχουν στραφεί, ως συνήθως, αλλού, τώρα, που ο θόρυβος από τις αντεγκλήσεις που προκλήθηκαν, με αφορμή τα ζητήματα που προέκυψαν σχετικά με την ταφή του, καταλάγιασαν, τώρα, πιστεύουμε ότι είναι καιρός πλέον να προσπαθήσουμε να εξετάσουμε, με ηρεμία, αλλά και όσο πιο αντικειμενικά είναι δυνατόν, το θέμα αυτό, κάνοντας επιμέρους διαπιστώσεις σχετικά με τα ζητήματα αυτά και τις αποφάσεις που ελήφθησαν. Ειδικά, όμως, η τελευταία, αλλά τόσο χαρακτηριστική διαπίστωση, ίσως μας βοηθήσει στο μέλλον, φέρνοντας την στον νου, να μην επιστρέφουμε εύκολα στην τόσο προσφιλή μας συνήθεια, να… τσακωνόμαστε!

Η ψυχή βγαίνει, το χούι δεν βγαίνει!
Είμαστε, γενικά, ένας λαός που ζητάμε αφορμή για να τσακωθούμε μεταξύ μας, ακόμα και στην περίπτωση που δεν υπάρχει, ουσιαστικά και αντικειμενικά, λόγος για να γίνεται κάτι τέτοιο.

Είναι κάτι που μας έχει ταλαιπωρήσει πάμπολλες φορές, από τότε τουλάχιστον που υφιστάμεθα ως ελληνικό κράτος, εδώ και διακόσια χρόνια, με συνέπειες άλλες μεν φορές δυσάρεστες, αλλά εφήμερες, ευτυχώς, αλλά και άλλες που οι συνέπειες αυτής της κατάστασης υπήρξαν εξαιρετικά επώδυνες και καταστροφικές, όπως εκείνες που οφείλονται στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το 1922, με τη Μικρασιατική καταστροφή, και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον αδελφοκτόνο εμφύλιο.

Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς όλα αυτά να μας έχουν προβληματίσει και να μας έχουν, τουλάχιστον,  κάνει πιο προσεκτικούς σε ό,τι κάνουμε, να μας έχουν βάλει «μυαλό», όπως συνηθίζει να λέει ο λαός. Δυστυχώς, όμως, εξακολουθούμε να κάνουμε τα ίδια και τα ίδια, μια κατάσταση που πυροδοτείται, κυρίως, από τη διαρκή πολιτική αντιπαράθεση1, αντιπαράθεση που οφείλεται πρωταρχικά στην άσβεστη επιθυμία των κομμάτων να αναλάβουν τη λεγόμενη «εξουσία2», αλλά και στην ύπαρξη «οπαδών» τους, που τα ακολουθούν πιστά ό,τι και να λένε, ό,τι και να κάνουν, με την ύπαρξη, όμως, των τελευταίων να οφείλεται στην έλλειψη πραγματικής Παιδείας, δηλαδή, εκείνης που το πρωταρχικό της, μεταξύ άλλων, μέλημα είναι η δημιουργία, ήδη από τα προσχολικά χρόνια, ατόμων με κριτικό πνεύμα, ατόμων που έχουν μάθει να ρωτάνε «γιατί;» και δεν ησυχάζουν, εάν δεν πάρουν ή δεν βρουν μια πειστική απάντηση. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που θα μας απασχολήσει σε μια επόμενη ανάρτηση μας.

Τα ζητήματα

Τώρα, βέβαια, ίσως αναρωτηθείτε γιατί αναφέρουμε όλα τα παραπάνω. Η απάντηση είναι ότι η αρρωστημένη αυτή κατάσταση, που τρώει ύπουλα τα σωθικά μας και δεν μας αφήνει να σταθούμε στα πόδια μας και να προχωρήσουμε, εμφανίστηκε και πάλι, με αφορμή αυτήν τη φορά τον θάνατος του τέως βασιλιά3, του Κωνσταντίνου, που επήλθε πρόσφατα, λες και δεν είχαμε άλλα θέματα να ασχοληθούμε και κατά την προσφιλή μας συνήθεια… να τσακωθούμε.

Έτσι, να πάλι αντεγκλήσεις μεταξύ των κομμάτων, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης κυρίως, αλλά και άλλων, καθώς και σχολιασμοί από δημοσιογράφους τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, που βρήκαν την ευκαιρία να γεμίσουν την εκπομπή τους, ασχολούμενοι σχετικά με το εάν έπρεπε να γίνουν ή όχι από πλευράς της κυβέρνησης ορισμένες ενέργειες, διαδικαστικού περιεχομένου αλλά και συμβολισμού, που μπορούσαν, κατ’ αυτούς, να ανακινήσουν ένα θέμα που, για όλους τους υπόλοιπους, τους περισσότερους τουλάχιστον, έχει οριστικά λήξει με το δημοψήφισμα του 1974!

Τα θέματα, λοιπόν, που ανέκυψαν ήταν κατά σειρά σημασίας που τους αποδόθηκε:

1.    Το εάν ο θανών έπρεπε να ταφεί με τιμές που αναλογούν σε πρώην αρχηγό κράτους ή όχι.

2.   Το εάν, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, θα έπρεπε να υπάρχει εκπροσώπηση από πλευράς κυβέρνησης.

3.   Το εάν τα έξοδα διαμόρφωσης και αποκατάστασης του χώρου, όπου θα γίνει η ταφή και υπάρχουν οι τάφοι των γονέων του, αλλά και των προγόνων του, θα βαρύνουν το κράτος ή όχι.

4.   Τέλος, ερώτημα απετέλεσε και σε ποιον ναό των Αθηνών θα γίνει η εξόδιος ακολουθία και κυρίως το εάν θα επιτραπεί λαϊκό «προσκύνημα» στη σορό του εκλιπόντος.

Σχετικές διευθετήσεις, αιτιολογήσεις και διαπιστώσεις

Το πρώτο ζήτημα
Για το πρώτο θέμα, που, φαινομενικά, ήταν και το πλέον δύσκολο, αφού ο εκλιπών διετέλεσε από το 1964 μέχρι το 1973 αρχηγός του κράτους, αποφασίστηκε να μην του αποδοθούν τιμές και να ταφεί ως ιδιώτης, όχι τόσο γιατί είχε εκπέσει του αξιώματος του, με το τελικό δημοψήφισμα του 1974, αλλά κυρίως για τον αρνητικό ρόλο που είχε διαδραματίσει, κατά τις επικρατούσες απόψεις, για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν, αλλά και κατά τους πρώτους μήνες, της χούντας τον συνταγματαρχών.

Το δίλλημα, όμως, αυτό είναι ουσιαστικά πλασματικό, αφού ο τέως μονάρχης υπήρξε θεσμικός παράγοντας που ανέλαβε τα καθήκοντα του νόμιμα, εξέπεσε δε του αξιώματος του με νόμιμες διαδικασίες, δηλαδή δημοψήφισμα, και όχι με δικαστικές αποφάσεις ή μετά από επαναστατική ενέργεια. Διαφορετικά, εάν τιμές έπρεπε να αποδίδονται σε θανόντα πρόσωπα που κυβέρνησαν τη χώρα, αλλά και σε άλλα δημόσια πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, ανάλογα με το εάν ενέργειες τους ωφέλησαν ή έβλαψαν, τελικά, τη χώρα, τότε οι
τιμώμενοι έπρεπε να είναι μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού, και πολλούς λέμε!

Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακολουθείται, χρόνια τώρα, πολιτική άμβλυνσης της μνήμης, ακόμη και για γεγονότα που αιματοκύλησαν τη χώρα, αφού οι αντιμαχόμενες τότε παρατάξεις εκπροσωπούνται σήμερα στη Βουλή, μετά τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, και μάλιστα από τον αρχηγό της αντίθετης προς αυτό, ιδεολογικά, πολιτικής παράταξης Κωνσταντίνο Καραμανλή, και το κυριότερο ότι δεν έχει παρέλθει ακόμη αρκετός ιστορικός χρόνος, ώστε να αποκαλυφθούν σε όλη την έκταση τους τα γεγονότα που ταλάνισαν τη χώρα κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του τέως βασιλιά και να αποδοθούν οι ευθύνες που αναλογούν σε όλους τους πρωταγωνιστές εκείνων των γεγονότων ή όπως λένε «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι».

Η απόφαση αυτή της κυβέρνησης εκτιμάται, πάντως, ότι οφείλεται στο ότι διαφορετική απόφαση θα προκαλούσε μεγάλη αντίδραση από πλευράς της αντιπολίτευσης, με ανώφελη και άκαιρη όξυνση των πολιτικών παθών, καθώς και το ότι θα μπορούσε να προκαλέσει το δημόσιο αίσθημα, όπως αυτό, τουλάχιστον, εκφράζεται από την πλειοψηφία των πολιτών, δεδομένου ότι ο πραγματικός, αλλά και ο ιστορικός, πάλι, χρόνος από τα γεγονότα εκείνα είναι ακόμη σχετικά μικρός, για να αμβλυνθούν οι μνήμες και να κριθούν οριστικά, όπως αναφέραμε, τα όσα τότε συνέβησαν.

Κατόπιν τούτων, θα έπρεπε να υπάρχει μία μπάντα, αν και αυτό με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί θα ήταν αρκετά δύσκολο το ποια θα επιλεγόταν, για να παιανίζει πένθιμα εμβατήρια κατά τη έξοδο της σορού από τον μητροπολιτικό ναό, σε ένδειξη, τιμής προς τον νεκρό, κάτι που θα άμβλυνε τις άσχημες εντυπώσεις, από την όλη διαδικασία, των υψηλών προσκεκλημένων που παρευρέθησαν στην εξόδιο ακολουθία, πολλοί εκ των οποίων είναι και αρχηγοί κρατών και, βέβαια, δεν τρέφουν ούτε εχθρικά αισθήματα προς τη χώρα μας μήτε υποκινούν την παλινόρθωση της μοναρχίας.

Τα υπόλοιπα

Τώρα, συμβατή, μετά τα όσα αναφέρονται παραπάνω, είναι η εκπροσώπηση της κυβέρνησης από τον αντιπρόεδρο της και την υπουργό πολιτισμού, με αυτούς που υποστηρίζουν το αντίθετο να το κάνουν απλώς για αντιπολιτικούς λόγους, παραγνωρίζοντας ηθελημένα ή όχι ότι αυτό θα επιδείνωνε το όχι και πολύ κολακευτικό κλίμα, που επικράτησε σχετικά με τελετουργικό της εξόδιου ακολουθίας του εκλιπόντος, για τη χώρα στα μάτια των υψηλών προσκεκλημένων.

Για το τρίτο ερώτημα, αυτό, για όσους το θέτουν, ξεπερνά το όριο της αντιπολιτευτικής διάθεσης και φτάνει, εάν δεν ξεπερνά, αυτό της ηλιθιότητας. Κατ’ αρχάς ο χώρος των βασιλικών τάφων, όπως και όλη η περιοχή, ανήκει πλέον αποκλειστικά στο ελληνικό κράτος, που έχει και την ευθύνη της συντήρησης του, ιδίως μετά την πρόσφατη δασική πυρκαγιά που τα ίχνη της ακόμα παραμένουν.

 Φανταστείτε, λοιπόν, την αλγεινή εντύπωση για την ίδια τη χώρα μας που θα δημιουργείτο όχι μόνο στα μάτια στα μάτια των προσκεκλημένων που παρευρέθηκαν στη ταφή, αλλά και διεθνώς, αφού την ταφή παρακολούθησαν και δημοσιογραφικά συνεργεία από τόσες χώρες, εάν ο χώρος αυτός παρέμενε στην όσο και τόσο «κολακευτική» κατάσταση που βρισκόταν πριν, όταν μάλιστα σε άλλες χώρες που είχαν κάποτε βασιλεία, και βέβαια δεν φοβούνται την παλινόρθωση της, όχι μόνο φροντίζουν τα κτίρια των ανακτόρων και τον περιβάλλοντα χώρο, με τους κήπους και τα αγάλματα, αλλά εισπράττουν και πολλά έσοδα από την επίσκεψη σε αυτά τουριστών. Βέβαια, στις χώρες αυτές δεν πετάγονται τρομαγμένοι, βλέποντας στον ύπνο τους εφιάλτες, ότι ο βασιλιάς τους κάθεται, πάλι, πάνω στο… κεφάλι τους!

Όσον αφορά, όμως, το τελευταίο ερώτημα, η απάντηση είναι μία και μόνο: Ή το ισχύον δημοκρατικό μας πολίτευμα είναι ισχυρό και η δημοκρατία μας δεν κινδυνεύει και δεν απειλείται ή όλα όσα κατά καιρούς περί αυτού λέγονται, από εκείνους που δεν χάνουν ευκαιρία να το διατυμπανίζουν, αποτελούν απλώς «φούμαρα»!

Τελική διαπίστωση

Κατά τα άλλα, για μια ακόμη φορά, φάνηκε ότι εξακολουθεί, δυστυχώς, να ισχύει στη χώρα μας και να μας κατατρέχει αυτό που λέγεται, χαρακτηριστικά, σε αντίστοιχες περιπτώσεις:
«Δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βρήκαμε»!

Σημειώσεις

1.   Ναι, η διαρκής αντιπαράθεση, για την αντιπαράθεση, των πολιτικών κομμάτων της χώρας μας όχι μόνο συντελεί τελικά στην υποβάθμιση του ρόλου που καλούνται αυτά να επιτελέσουν στα πλαίσια ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι μόνο συντελεί στην απαξίωση τους στα μάτια των πολιτών, που δεν είναι απλώς οπαδοί, αλλά αποτελεί τελικά και ένα καρκίνωμα, ένα καρκίνωμα που δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε και να ασχοληθούμε, σοβαρά, με τα άλλα προβλήματά μας, που είναι και τα πραγματικά.

Λέμε να ασχοληθούμε, το πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι περισσότεροι πολίτες αφιερώνουν τον χρόνο τους παρακολουθώντας καθημερινά τα όσα συμβαίνουν μεταξύ των κομμάτων και, βέβαια, το τι κάνει το κόμμα που, σαν πιστά στρατιωτάκια ή οπαδοί ομάδων, υποστηρίζουν, με τη συνδρομή, βέβαια, των μέσων «ενημέρωσης», λέμε τώρα, που ρίχνουν, άμεσα ή έμμεσα, λάδι στη φωτιά, αφού έχουν μια αστείρευτη πηγή να γεμίζουν τα προγράμματα τους και να διατηρούν την όποια ακροαματικότητα τους.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη μεγάλη, πολύ μεγάλη θα λέγαμε, κατηγορία πολιτών που αφιερώνει τον χρόνο της παρακολουθώντας, μαζί με πλειάδα ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, τα όσα συμβαίνουν και αφορούν τον επίγειο θεό τους. Ποιόν; Μα, το ποδόσφαιρο!

Πράγματι, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι λεγόμενοι φίλαθλοι, ασχολούνται τόσο πολύ και σε τέτοιο βαθμό με το ποδόσφαιρο, που τελικά, όταν δεν ασχολούνται, εάν ασχολούνται με την αντιπαράθεση των κομμάτων, στο μυαλό τους κυριαρχεί μόνο ποια είναι ή θα είναι η πορεία της ομάδος τους στο πρωτάθλημα.

Αποτέλεσμα, όποιος μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην πορεία αυτή, δηλαδή, άλλη ομάδα και οι φίλαθλοι της, θεωρείται εχθρός, καμιά φορά μάλιστα και θανάσιμος. Έτσι, βανδαλισμοί και αιματηρές συμπλοκές στον χώρο τον γηπέδων, αλλά και εκτός αυτών, αποτελούν συνήθη φαινόμενα στα γήπεδα κατά τη διεξαγωγή των αγώνων, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που έφτασαν στο σημείο να δολοφονηθεί, εν ψυχρώ, με οργανωμένη ενέδρα, νέος άνθρωπος, απλώς διότι έτυχε να είναι οπαδός αντίπαλης ομάδος!

2.  Στις κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες τα κόμματα μπορούν να εναλλάσσονται, μετά από ελεύθερες, βέβαια, εκλογές, στην ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας. Αυτό, όμως, φαίνεται ότι έχει παρεξηγηθεί στη χώρα μας, σκόπιμα ή από άγνοια, όπου αναφέρεται από πολλούς, αλλά και από δημοσιογράφους, χωρίς να καταλαβαίνουν τι σημαίνει πραγματικά και τι επεκτάσεις έχει αυτό που λένε, ότι δηλαδή τα κόμματα ανταγωνίζονται για την ανάληψη της «εξουσίας», με τα κόμματα να συμφωνούν με τη διατύπωση αυτή και μάλιστα κάποιο να έχει παραπονεθεί ότι δεν μπόρεσε να «καταλάβει» και τους «αρμούς» της εξουσίας!

Για να τεθεί, επιτέλους, ένα τέλος στη διατύπωση αυτή, που μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια, θα πρέπει να γίνει απολύτως σαφές ότι στις πραγματικές Δημοκρατίες η εξουσία ανήκει μόνο στους πολίτες της, με όλους τους υπόλοιπους, που αναλαμβάνουν τις όποιες θεσμοθετημένες θέσεις και υπηρεσίες, να έχουν ως καθήκον να υπηρετούν τους πολίτες αυτούς, φροντίζοντας για:

·  το να απολαμβάνουν τα όσα καθορίζονται από το δημοκρατικό μας πολίτευμα και τα προσωπικά δικαιώματα

·      την προαγωγή του επιπέδου της ζωής τους, υλικό και πνευματικό

·     την ασφάλεια τους και την εφαρμογή των νόμων, αλλά και την προστασία της χώρας, του πολιτεύματος και των θεσμών

 θεσμών που η λειτουργία τους, βέβαια, καθορίζεται από τις διατάξεις του Συντάγματος.

 

3.  Με τον θάνατο του τέως βασιλιά, προέκυψε ένα ακόμη πρόβλημα σχετικά με το πώς έπρεπε να αποκαλείται ο θανών, κάτι που αποδεικνύει ότι δεν έχει επέλθει ακόμη αρκετός ιστορικός χρόνος, ώστε να αναφέρεται κανείς στον θανόντα χωρίς να φοβάται την παλινόρθωση της μοναρχίας στην Ελλάδα ή να διακατέχεται από έντονα προσωπικά αισθήματα σχετικά με τις ενέργειες του κατά την ταραγμένη εποχή της περιόδου 1963 - 1967.

Έτσι, ακούστηκε να αποκαλείται αυτός από «ο τέως βασιλιάς», «ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος», μέχρι «ο βασιλιάς Κωνσταντίνος», ενώ κάποιος ρεπόρτερ, αναφερόμενος στο θανόντα, τον ανέφερε ως «ο πρώην βασιλιάς Κωνσταντίνος», αγνοώντας, προφανώς, ότι το «πρώην» και το «τέως», σύμφωνα με το «Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας» του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη, ενώ και τα δύο δηλώνουν, μπροστά από ονόματα αξιωμάτων ή επαγγελμάτων, ότι η άσκηση του αναφερομένου αξιώματος ή επαγγέλματος τοποθετείται στο παρελθόν και δεν ισχύει πλέον, το μεν «πρώην» αναφέρεται σε παρελθοντική κατάσταση που δεν προσδιορίζεται, ενώ το «τέως» δηλώνει το εγγύς παρελθόν, κάτι που ίσχυε μέχρι πρόσφατα.

Η λύση, όμως, στο ζήτημα αυτό έχει δοθεί το 1996, μετά το δημοψήφισμα του 1974, με αφορμή αίτημα του έκπτωτου βασιλιά σχετικά με το πώς θα αναγράφεται το όνομα του στο διαβατήριο του, από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αριθμό Α4575/1996, που αναγνώριζε ότι η ονομασία «Κωνσταντίνος, τέως Βασιλεύς των Ελλήνων» μπορεί να προσδιορίσει την ταυτότητα του Κωνσταντίνου, διευκρινίζοντας ότι «Η ονομασία αυτή, αναφέρεται στο δικόγραφο όχι ως τίτλος ευγενείας, ο οποίος απαγορεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 7), αλλά για να προσδιοριστεί η ταυτότητα του αιτούντος, ο οποίος στερείται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, επωνύμου».

Τελικά, πάντως, το «ο τέως βασιλιάς» φαίνεται να αποτελεί, προς το παρόν, μια αποδεκτή λύση, μέχρι να παρέλθει, βέβαια, αρκετός ιστορικός χρόνος, οπότε οι ιστορικοί θα αναφέρονται σε αυτόν απλώς ως «ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Β’», όπως συμβαίνει να αναφέρουν, ανάλογα, τον παππού του, τον Κωνσταντίνο τον Α’, μολονότι ο τελευταίος ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό, για τον διχασμό που προκλήθηκε πριν την αποκαλούμενη Μικρασιατική καταστροφή, διχασμός που συνέβαλε καθοριστικά στο να προκληθεί η τελευταία, που αποτέλεσε και την μεγαλύτερη καταστροφή, στρατιωτική και ανθρωπιστική, που υποστήκαμε στην πρόσφατη ιστορία μας.

Αλλά έτσι συμβαίνει, η Ιστορία ακολουθεί, και οφείλει να ακολουθεί, τους δικούς της δρόμους, όταν τα πάθη καταλαγιάζουν και οι μνήμες αμβλύνονται με το πέρασμα του χρόνου.