Menu bar

25 Μαρτίου 2017

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ & ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ: ΜΕΡΟΣ 2ο



Στο πρώτο μέρος του άρθρου αυτού είχαμε αναλύσει τι ήταν πραγματικά η Αθηναϊκή Δημοκρατία και ότι το πολίτευμα αυτό δεν ήταν μόνον κάτι το ασύλληπτο για την εποχή του, αν αναλογισθεί κανείς μάλιστα τι επικρατούσε προηγουμένως, αλλά και ότι επέφερε μια δραματική αλλαγή στη νοοτροπία των πολιτών των Αθηνών, αφού για πρώτη φορά ένα πολίτευμα καθιστούσε τους ίδιους τους πολίτες υπεύθυνους τόσο για την επιλογή και ψήφιση των νόμων, όσο και την εκλογή αυτών που θα αναλάμβαναν τα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα και καθήκοντα, φθάνοντας ακόμα και στο να τους καθιστά αρμόδιους για την διασφάλιση της καλής λειτουργίας του ίδιου του πολιτεύματος, παρέχοντας τους τη δυνατότητα, μεταξύ των άλλων, να εκδικάζουν πολιτικές υποθέσεις, να εξετάζουν την νομιμότητα των διαταγμάτων και να ελέγχουν τους δημοσίους Λειτουργούς!
Έχει όμως σχέση η Αθηναϊκή Δημοκρατία με τη σημερινή, με τις διάφορε μορφές της, Δημοκρατία; Και αν ναι, πόση είναι η σχέση αυτή; Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδεται σε ότι ακολουθεί.

Διαφορές και ομοιότητες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας με τη σύγχρονη
Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, ως τρόπος διακυβέρνησης, διαφέρει ουσιαστικά από αυτόν που εφαρμόζεται στις σύγχρονες Δημοκρατίες. Πράγματι, η πρώτη ήταν η ποιο χαρακτηριστική μορφή άμεσης Δημοκρατίας, όχι μόνον διότι υπήρχαν θεσμοθετημένα όργανα ελέγχου όλων όσων ανελάμβαναν αξιώματα, ούτε διότι τα όργανα αυτά υπόκειντο και τα ίδια σε έλεγχο και η διάρκεια ανάθεσης κάποιας εξουσίας είχε πολύ περιορισμένη διάρκεια, αλλά διότι, με κάποιους περιορισμούς, όλοι οι πολίτες εν δυνάμει είχαν την δυνατότητα να εκλεγούν και να αναλάβουν κάποιο αξίωμα και το κυριότερο τους επιτρεπόταν, μέσω της Εκκλησίας του Δήμου, να ψηφίζουν για σημαντικές αποφάσεις, να εκλέγουν τους περισσότερους αξιωματούχους, να νομοθετούν και να δικάζουν πολιτικά εγκλήματα.
Αντίθετα η σύγχρονη Δημοκρατία, που εμφανίστηκε σαν τρόπος διακυβέρνησης μόλις κατά την περίοδο του διαφωτισμού, είναι έμμεση, αφού η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων περιορίζεται βασικά στην εκλογή, ανά ορισμένα και συνήθως αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα, αντιπροσώπων, που ασκούν είτε τη νομοθετική, είτε την εκτελεστική εξουσία, αντιπροσώπων που είναι συγκροτημένοι σε διαφορετικές παρατάξεις ή πολιτικά κόμματα, κάτι που δεν ίσχυε βέβαια στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, όπου ακόμη και αν υπήρχαν ευκαιριακά οργανωμένες ομάδες που υποστήριζαν κάποια άποψη, αυτές κατά κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούσαν πολιτικά κόμματα. Λόγω, λοιπόν, του τρόπου αυτού διακυβέρνησης μέσω αντιπροσώπων, ο τύπος αυτός διακυβέρνησης αποκαλείται αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.
Έτσι, σε αντίθεση με την Αθηναϊκή Δημοκρατία, οι σύγχρονες Δημοκρατίες είναι κοινοβουλευτικού τύπου, οι κυβερνώντες κρίνονται κάθε τέσσερα συνήθως χρόνια με τις βουλευτικές εκλογές και ο έλεγχος των αποφάσεων και των πράξεων τους είναι προσχηματικός, αφού υπάρχουν κυβερνητικές κομματικές πλειοψηφίες, τρόποι επηρεασμού και παραπλάνησης της κοινής γνώμης και η δικαιοσύνη συναντά συνήθως, γεγονός που καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την πραγματική ανεξαρτησία της, πολλά εμπόδια στο να ελέγξει πολιτικά πρόσωπα και αποφάσεις.
Στη σύγχρονη όμως Δημοκρατία, την αντιπροσωπευτική, το δικαίωμα ψήφου, σε αντίθεση με αυτό της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, όχι μόνο διατηρήθηκε, αλλά επεκτάθηκε σταδιακά, καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, σχεδόν στο σύνολο του πληθυσμού μιας χώρας, με κατάργηση περιορισμών κατώτατου ορίου εισοδήματος, φύλου, καταγωγής κλπ. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να επικρατήσει στον δυτικό κόσμο, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η σύνθεση του κοινοβουλίου να είναι πραγματικά αντιπροσωπευτική και για τον λόγο αυτό το πολίτευμα να καλείται σήμερα φιλελεύθερη Δημοκρατία.
Επίσης η έννοια της ελευθερίας στις πραγματικά φιλελεύθερες Δημοκρατίες επεκτάθηκε πέραν από εκείνη που απολάμβανε ο Αθηναίος πολίτης, δηλαδή εκείνη της Ατομικής ελευθερίας, που είναι η δυνατότητα κάποιου να είναι κτήμα του εαυτού του και όχι δούλος ή ιδιοκτησία κάποιου, και της Πολιτικής ελευθερία, που είναι να μπορεί ο καθένας να συμμετέχει στο πολιτικό γίγνεσθαι θεσμικά με προτάσεις, επιχειρηματολογία στον διάλογο, ψήφο και έλεγχο εκείνων που ασκούν πολιτική, αν και το τελευταίο δεν είναι από τα δυνατά σημεία των συγχρόνων Δημοκρατιών, το αντίθετο θα ‘λεγε κανείς.
Έτσι, η έννοια της ελευθερίας επεκτάθηκε πρώτον στην Κοινωνική ελευθερία, που είναι κάποιος να μπορεί, πέραν του εαυτού του, να δρα κοινωνικά χωρίς να περιορίζεται σε εξαναγκασμούς και να διασφαλίζεται ότι σε όλα τα μέλη της κοινωνίας παρέχονται ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες, και δεύτερον στην Πνευματική ελευθερία, που είναι το να μην εξαρτάται η σκέψη και ο λόγος από τη βαρύτητα των προλήψεων, των προκαταλήψεων, των αυθεντιών κλπ. 
Βέβαια, οι ελευθερίες αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επικρατούν πλήρως, αφού η πρώτη κινδυνεύει από τα κοινωνικά στερεότυπα, τις ανισότητες και τις διακρίσεις ενώ η δεύτερη είναι ευάλωτη και συχνά καθοδηγείται από την κατευθυνόμενη πληροφόρηση, την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση, περιορίζεται από τα πρότυπα που προβάλλονται αλλά και πολλές φορές επιβάλλονται, τα δόγματα, τις προλήψεις, τις προκαταλήψεις, τις αυθεντίες και υποστέλλεται από την ημιμάθεια, την άγνοια κλπ.
Η σύγχρονη Δημοκρατία, όμως, είναι το πολίτευμα εκείνο όπου έγινε δυνατόν να εμφανιστούν και να εξαπλωθούν οι γενικότερες ιδέες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία ουσιαστικά δίνουν το πλαίσιο των ελευθεριών που πρέπει να απολαμβάνει ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος. Το ποια όμως είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα, τι αυτά περιλαμβάνουν και ποια είναι η βασική ερμηνεία τους είναι ερωτήματα που θα απαντηθούν αμέσως παρακάτω.
ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Μολονότι σήμερα, στις χώρες ιδίως της Ευρώπης, τα Δικαιώματα του Ανθρώπου θεωρούνται αυτονόητα και δεδομένα, με διάφορες πάντως αποκλίσεις και παραλλαγές, ιστορικά τα δικαιώματα αυτά συνδέονται με κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες και υπήρξαν προϊόν της ιστορικής εξέλιξης. Πράγματι, μόνο ύστερα από μακρά περίοδο τυραννικής καταπίεσης και περιφρόνησης των ατομικών ελευθεριών, ο Ευρωπαίος Άνθρωπος κατέκτησε σταδιακά την αναγνώριση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του και τη δικαστική προστασία τους.
Έτσι, όπως αναφέραμε και στο 1ο μέρος των άρθρων αυτών, η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρωτοεμφανίστηκαν και διατυπώθηκαν πρακτικά με τους Γάλλους διαφωτιστές του 18ου αιώνα (Ρουσώ, Βολταίρος, Ντιντερό κ.ά.), τους Σκώτους και Άγγλους φιλόσοφους του 17ου και 18ου αιώνα (Λοκ, Χιούμ κ.ά.), με το Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 και, ιδίως, τη Γαλλική επαναστατική Διακήρυξη του 1789, όπου καθιερώθηκαν οι βασικές πολιτικές ελευθερίες και δικαιώματα κάθε ανθρώπου.
Τι είναι και ποια είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα
Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους. Τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν ηθικές αρχές που θέτουν συγκεκριμένα πρότυπα ανθρώπινης συμπεριφοράς και συνήθως προστατεύονται ως νόμιμα δικαιώματα κατά το εθνικό και διεθνές δίκαιο.
Θεωρούνται ως «κοινώς αντιλαμβανόμενα αναπαλλοτρίωτα θεμελιώδη δικαιώματα που κάθε άτομο δικαιούται από τη στιγμή της γέννησης του, απλώς και μόνο επειδή είναι ανθρώπινο ον».
Αυτά περιλαμβάνουν Αστικά και Πολιτικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία, την ελευθερία σκέψης και έκφρασης καθώς και την ισότητα ενώπιον του νόμου. Στα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβάνονται, επίσης, Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην τροφή, το δικαίωμα στην κατοικία, την ιατρική περίθαλψη, την εκπαίδευση και το δικαίωμα συμμετοχής στον πολιτισμό.
Τα Αστικά, Πολιτικά, Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά δικαιώματα αναφέρονται και είναι κατοχυρωμένα στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΟΔΑΔ ή UDHR), τα αστικά και πολιτικά και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ ή ICCPR) και τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ΔΣΟΚΠΔ ή ICESCR). Αυτά τα δύο Σύμφωνα, μαζί με την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελούν το Διεθνές Σύμφωνο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΔΣΑΔ ή IBHR).
Τα παραπάνω δικαιώματα μόνο συνδυασμένα μπορούν να υπάρξουν επιτυχώς, επειδή χωρίς αστικά και πολιτικά δικαιώματα, είναι αδύνατο η κοινωνία να διεκδικήσει οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Από την άλλη πλευρά, αν στερείται μέσων διαβίωσης και ενός λειτουργικού πλαισίου, το κοινό δεν μπορεί να διεκδικήσει ή να κάνει χρήση αστικών ή πολιτικών δικαιωμάτων (γνωστό ως θεωρία γεμάτης κοιλιάς). Για τον λόγο τούτο το αδιαίρετο και η αλληλεξάρτηση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν επικυρωθεί από την Διακήρυξη της Βιέννης του 1993 και του σχετικού Προγράμματος Δράσης.
Ελευθερία και δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη
Η ελευθερία είναι, για έναν άνθρωπο, η δυνατότητά του να δρα κατά βούληση. Η καθολική ελευθερία, με τα σημερινά δεδομένα, είναι το σωρευτικό αποτέλεσμα της ατομικής, της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας, καθώς και των εσωτερικών ελευθεριών.
Η ελευθερία του πνεύματος, η ελευθερία της έκφρασης, η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία να μπορείς να συνεταιρισθείς ή, με δυο λόγια, η πληθυντική χρήση της ελευθερίας ανοίγει κατευθείαν το ζήτημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Η ίδια η λέξη δικαίωμα περιγράφεται συνήθως ως νομικά αναγνωρισμένη και εγγυημένη ελευθερία για το άτομο και για το κοινωνικό σύνολο. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα είναι, λοιπόν, δύο στενά συνδεδεμένες έννοιες!
Εδώ αξίζει να παραθέσουμε το παρακάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο «Η έννοια της πολιτικής ελευθερίας» του Franz Neumann:
«Τα δικαιώματα του status activus (όπως ονομάζονται καμιά φορά […] τα πολιτικά δικαιώματα) προϋποθέτουν, καθώς ανέφερα, τα προσωπικά και τα κοινωνικά δικαιώματα. Δεν μπορεί να διαμορφωθεί εθνική βούληση επί τη βάσει ίσου δικαιώματος ψήφου χωρίς την ελευθερία του προσώπου και χωρίς την ελεύθερη έκφραση. Εξ ορισμού, επομένως, κάθε κατάργηση των προσωπικών ή κοινωνικών δικαιωμάτων συνεπάγεται κατ’ ανάγκην μια κατάργηση των πολιτικών δικαιωμάτων – και αντιστρόφως».
Θα ήταν όμως παράλειψη να μην αναφέρουμε και την διάκριση μεταξύ της «ελευθερίας του λόγου», που είναι το πολιτικό δικαίωμα να κοινοποιεί κανείς τις απόψεις και ιδέες του χρησιμοποιώντας το σώμα και την ιδιοκτησία του, προς όποιον είναι πρόθυμος να τα δεχτεί, και της «ελευθερίας της έκφρασης», που χρησιμοποιείται κάποιες φορές συνώνυμα, μολονότι ο όρος αυτός περιλαμβάνει κάθε πράξη αναζήτησης, παραλαβής και μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, ανεξάρτητα από το μέσο που χρησιμοποιείται.
Βέβαια, η ελευθερία του λόγου περιορίζεται, ως ένα βαθμό, από κάθε κυβέρνηση. Οι συχνότεροι περιορισμοί της ελευθερίας του λόγου αφορούν: δυσφήμηση, συκοφαντία, βωμολοχία, πορνογραφία, ρητορική μίσους, διαβαθμισμένες πληροφορίες, παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, εμπορικό απόρρητο κλπ. Το κατά πόσο όμως αυτοί οι περιορισμοί μπορούν να δικαιολογούνται βάσει της αρχής της βλάβης, εξαρτάται από το κατά πόσον επηρεάζουν τις απόψεις ή τις ενέργειες τρίτου αρνητικά ως προς ένα δεύτερο μέρος (άτομο), προξενώντας του μια τέτοια βλάβη ή όχι(1).
Φθάνοντας τώρα στο τέλος και του άρθρου αυτού, δεν απομένει παρά να κλίσουμε την σειρά αυτή των άρθρων με την επόμενη ανάρτηση, όπου θα εξεταστεί αφενός και το άλλο πολυσυζητημένο θέμα, αυτό της θεωρίας της Ταξικής Πάλης που διατηρείται ακόμη επίκαιρο, και αφετέρου θα εκτεθούν και οι τελικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα για όλα αυτά τα πολύ σημαντικά θέματα που παρατέθηκαν.
Σημείωση: Το τελευταίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, μας αφορά όλους και για τον λόγο αυτόν χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ιδιαίτερα μάλιστα από τα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, όπου για λόγους εντυπώσεων, πολιτικούς κυρίως αλλά και πλήθος άλλων, προκειμένου να ελκύσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό και ακροατήριο ή ακόμη να κερδίσουν μεγαλύτερη τηλεθέαση, δημοσιεύουν και ανακοινώνουν, συχνά θα’ λεγε κανείς, ειδήσεις που ελέγχονται στην καλύτερη περίπτωση ως ανακριβείς και στη χειρότερη ως εντελώς ψευδείς.
Είναι συνηθισμένο φαινόμενο επίσης τα παραπάνω μέσα ενημέρωσης να σχολιάζουν ή να παρουσιάζουν γεγονότα με τρόπο που να δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις και πεποιθήσεις και ως προς το ίδιο το γεγονός αλλά και ως προς τα άτομα που ενεπλάκησαν. Αυτό όμως στην περίπτωση ποινικών αδικημάτων είναι τουλάχιστον εγκληματικό, διότι διαμορφώνει μία ιδιαίτερα ελκυστική και αποδεκτή από την κοινή γνώμη άποψη (ψυχολογικό φαινόμενο Fireback), άποψη που μπορεί να προδιαθέσει ή να επηρεάσει δυσμενώς, αν όχι τους δικαστές, οπωσδήποτε όμως την κρίση των ενόρκων ως προς την ενοχή του ή των κατηγορουμένων.