Menu bar

28 Μαρτίου 2017

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ & ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ: ΜΕΡΟΣ 3ο



Φθάνοντας στο 3ο και τελευταίο μέρος των άρθρων αυτών θα ασχοληθούμε και με τη θεωρία της Ταξικής Πάλης ή όπως διαφορετικά αποκαλείται της Πάλης των Τάξεων. Ίσως, βέβαια, κάποιοι από τους αναγνώστες να αναρωτηθούν: «Τι σχέση έχει η πάλη των τάξεων με την Δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα;». Η απάντηση είναι ότι, πράγματι, φαινομενικά δεν έχει, η πάλη των τάξεων όμως απετέλεσε βασικά τον πρόδρομο για την διατύπωση ως έννοιας του κομμουνισμού, έννοιας που σχετίζεται με μια μορφή διακυβέρνησης όπου η κοινωνία θα λειτουργεί χωρίς κράτος και κυρίως χωρίς διακριτές κοινωνικές τάξεις.
 Στο τέλος πάντως του παρόντος άρθρου και έχοντας εκθέσει πλέον όλα αυτά που είναι απαραίτητα για να αντιληφθεί κανείς το περιεχόμενο αλλά και την ουσία αυτών που καλούμε Δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα και ταξική πάλη, θα γίνει μια συνολική κριτική όλων των παραπάνω και θα εξαχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα.

ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
Η έννοια αυτή διατυπώθηκε από τον Μαρξ τον 19ο αιώνα για την ανάλυση της ιστορίας σε όρους ταξικής πάλης, η οποία συνοψίζεται στη θεωρία ότι τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών και των εργαζομένων είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους. Το ενδιαφέρον εδώ είναι τα όσα αναφέρει η θεωρία αυτή, αν και ίδια έχει ηλικία δύο περίπου αιώνων και έκτοτε πολλά και σημαντικά έχουν αλλάξει, επικαλούνται σχεδόν καθημερινά τα μαρξιστικά κόμματα και οι οπαδοί τους, προκαλώντας  έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.
Σύμφωνα λοιπόν με τη μαρξιστική ανάλυση, η κοινωνία αποτελείται από διάφορες τάξεις οι οποίες διαφοροποιούνται αντικειμενικά από τη σχέση που έχουν με τα μέσα παραγωγής (γη, εργασία, κεφάλαιο, επιστήμη). Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Μαρξ, η καπιταλιστική κοινωνία αποτελείται από την αστική τάξη (τους καπιταλιστές - εργοδότες, στους οποίους ανήκουν τα μέσα παραγωγής) και το προλεταριάτο (τα εργατικά στρώματα, που μισθώνοντας της εργατική τους δύναμη (χειρωνακτική ή πνευματική) αγωνίζονται να αποκτήσουν τα προς το ζην, εφόσον δεν τους ανήκει κανένα μέσο παραγωγής. Η άρχουσα τάξη κάθε κοινωνίας (αρχαίο Ιερατείο, δουλοκτήτες, φεουδάρχες, καπιταλιστές/ κεφαλαιοκράτες), καρπώνεται τον παραγόμενο πλούτο και χρησιμοποιεί τον πλούτο και τη δύναμή της για να εκμεταλλευθεί την καταπιεζόμενη τάξη ή τάξεις και για να παγιώσει την δύναμή της με στόχο τη διαιώνιση της εξουσίας της σε βάρος των υπόλοιπων κοινωνικών τάξεων.
Συνέπεια της θεώρησης αυτής ήταν ο κομμουνισμός για τον οποίο οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς ήταν οι πρώτοι που έθεσαν μια «στέρεη», κατ’ αυτούς, θεωρητική βάση και που ως έννοια σχετίζεται με μια μορφή κοινωνίας η οποία, μεταξύ άλλων, θα λειτουργεί χωρίς διακριτές κοινωνικές τάξεις και τα μέσα παραγωγής (γη, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις) θα αποτελούν κοινωνική / κοινοτική ιδιοκτησία και όχι ατομική.
Με την επιφύλαξη να διατυπώσουμε μια συνολική κριτική της θεωρίας αυτής, όπως θα γίνει και για αυτά που αναφέρθηκαν και αφορούν την Δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, στο τελευταίο μέρος του άρθρου αυτού, χωρίς όμως να εμπλακούμε σε ατέρμονες αναλύσεις, απόψεις και επιχειρήματα της μιας ή της άλλης πλευράς σχετικά με τα υπέρ ή κατά μιας τέτοιας αντίληψης οργάνωσης της κοινωνίας και αναπόφευκτα της οικονομίας, θα διατυπώσουμε εδώ τις εξής βασικές παρατηρήσεις:
1.   Αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα ότι οι κοινωνικές τάξεις, είτε αυτές σχετίζονται με την κατοχή πλούτου, μέσων παραγωγής, δεξιοτήτων, αξιωμάτων ή με εργασία κάθε μορφής, υπήρξαν στο παρελθόν και παρά τους όποιους κοινωνικούς μετασχηματισμούς αλλά και πειραματισμούς υπάρχουν και σήμερα και τα φαινόμενα, τουλάχιστον, δείχνουν ότι θα υπάρχουν με τη μία ή την άλλη μορφή και στο μέλλον.
2.   Ο Μαρξ, ζώντας σε χώρες όπου, λόγω της Βιομηχανικής επανάστασης, οι κοινωνικές ανισότητες ήταν περισσότερο από εμφανείς, η εξαθλίωση των πτωχοτέρων κοινωνικών στρωμάτων ήταν πέρα από κάθε περιγραφή και η εκμετάλλευση των εργαζομένων απ’ όσους κατείχαν τα μέσα παραγωγής έφθανε πολλές φορές τα όρια της δουλείας, είχε για αυτά, εκτός από ιστορική, και προσωπική άποψη.
Κατά συνέπεια, ως προς την ύπαρξη κοινωνικών τάξεων, την κατανομή του πλούτου και της εκμετάλλευσης που επικρατούσε διαχρονικά, τουλάχιστον μέχρι τότε, ο Μαρξ είχε απόλυτα δίκαιο. Αυτό όμως που βασικά αγνοήθηκε από τον Μαρξ, πέρα από την δυναμική των κοινωνικών εξελίξεων, ήταν ότι κάθε αλλαγή στηρίζει την επιτυχία της στον άνθρωπο και αυτός, ιστορικά, είναι ο πλέον αστάθμητος παράγοντας, αφού είναι μεν ικανός για το καλύτερο, αν όμως μείνει χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, είναι τότε ικανός και για το χειρότερο, γεγονός που στην ιστορία έχει αποδειχθεί επανειλημμένα!
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δημοκρατία
Στο  ερώτημα: «Υπάρχει ιδανικό πολίτευμα;», η απάντηση είναι σχεδόν μονολεκτική: «Και βέβαια όχι»! Ίσως, το πολίτευμα που θα μπορούσε να πει κανείς ότι θα πλησίαζε το ιδανικό είναι αυτό μιας βελτιωμένης Αθηναϊκής Δημοκρατίας, μιας πραγματικά άμεσης Δημοκρατίας, που θα διατηρούσε μεν τους βασικούς κανόνες και τις ασφαλιστικές δικλείδες που είχε, θα ήταν όμως εμπλουτισμένη με τα ανθρώπινα δικαιώματα, ώστε να καλυφθούν οι σοβαρές αδυναμίες που είχε στον τομέα αυτόν.
Έτσι, αυτοί που θα αναλάμβαναν πολιτικά αξιώματα δεν θα προέρχονταν από κάποιο κόμμα, αφού δεν θα υπήρχαν κόμματα, αλλά από το σύνολο αυτών που θα έθεταν σχετική υποψηφιότητα. Παράλληλα, όμως, θα υπήρχαν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, αφενός περιορισμοί στις φορές και στον χρόνο που θα μπορούσε κανείς να αναλάβει αξιώματα, κυρίως πολιτικά στην περίπτωση μας, και αφετέρου μια Ηλιαία, Πολιτειακό δικαστήριο θα λέγαμε σήμερα, εξουσιοδοτημένου κυρίως όμως με την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων, την εξέταση των διαταγμάτων ως προς την νομιμότητα τους(1) και τον έλεγχο των δημοσίων Λειτουργών.
Προκύπτουν όμως εδώ δύο ερωτήματα: Είναι δυνατόν να γίνουν αυτά σήμερα και τι απ’ όλα αυτά διατηρεί ή μπορεί να διατηρήσει η σύγχρονη αντιπροσωπευτική Δημοκρατία;
Ας πάρουμε τα πράγματα λοιπόν με τη σειρά.
1.   Κατ’ αρχάς η σύγχρονη Δημοκρατία δεν είναι αλλά και δεν μπορεί να είναι άμεση. Ο λόγος είναι ότι η Αθήνα ήταν μια πόλις – κράτος, όπου αυτοί που είχαν το δικαίωμα να ψηφίζουν στην Εκκλησία του Δήμου, οι πολίτες, ήταν μόλις 50 με 60 χιλιάδες, ένας μεγάλος δηλαδή σημερινός δήμος, σε αντίθεση με τις δεκάδες ή εκατοντάδες εκατομμύρια που έχει μια σημερινή χώρα. Για να αντισταθμιστεί όμως η αδυναμία αυτή, οι σύγχρονες Δημοκρατίες επιτρέπουν για ορισμένες περιπτώσεις την διενέργεια δημοψηφισμάτων, αν και σήμερα με την επιρροή που ασκούν τα μέσα ενημέρωσης και ιδίως τα social media, με την διασπορά από τα τελευταία ανεξέλεγκτων πληροφοριών, συχνά διαστρεβλωμένων και πάρα πολλές φορές εντελώς ψευδών, τα δημοψηφίσματα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε τραγικά αποτελέσματα, βλέπε Μεγάλη Βρετανία.
2.   Δεν υπάρχει συνήθως περιορισμός πόσες συνεχόμενες φορές και πόσα συνολικά χρόνια μπορεί να διαρκέσει η ανάληψη πολιτικών αξιωμάτων. Αν και σε ορισμένες σύγχρονες προεδρικές Δημοκρατίες, βλέπε Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν τέτοιοι περιορισμοί για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, στις υπόλοιπες ουσιαστικά δεν υπάρχει κανένας και για κανέναν τέτοιος περιορισμός και αυτό αποτελεί κυριολεκτικά την αχίλλειο πτέρνα της σύγχρονης Δημοκρατίας, για τους λόγους που ήδη έχουμε αναφέρει. Έτσι, η μόνη ασφαλιστική δικλείδα που απομένει είναι η ανανέωση ή όχι της θητείας όσων κατέχουν πολιτικά αξιώματα μέσω της διεξαγωγής εκλογών κάθε τέσσερα, συνήθως, χρόνια.
3.   Όσοι αναλαμβάνουν πολιτικά αξιώματα δεν είναι αναγκαστικά και οι καλύτεροι των υποψηφίων. Αυτό γίνεται διότι η ύπαρξη πολιτικών κομμάτων δεν επιτρέπει να γίνει κάτι τέτοιο. Αναγκαστικά αυτοί που αναλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις είναι, βασικά, εκλεγμένα μέλη ενός και μόνον κόμματος. Βέβαια, η δυνατότητα να επιλεγούν για κάποιες κυβερνητικές θέσεις και πρόσωπα που δεν έχουν συμμετάσχει στις εκλογές θα  ‘λεγε κανείς ότι αποτελεί μια κάποια λύση στο πρόβλημα αυτό, αν και τις περισσότερες φορές και τα πρόσωπα αυτά είναι μέλη του ιδίου κόμματος. Σήμερα πάντως, η ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων, επειδή συμβαίνει συχνά ένα και μόνο να μη μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση, μετριάζει, σε ένα βαθμό και ανάλογα με την αριθμητική ισχύ σε βουλευτές που έχει κάθε ένα από τα κόμματα αυτά, το παραπάνω πρόβλημα.
4.   Η σύγχρονη Δημοκρατία δεν είναι πραγματικά αντιπροσωπευτική. Ο λόγος είναι τα διάφορα εκλογικά συστήματα, με πρόσχημα την ανάγκη σχηματισμού κυβέρνησης και την κυβερνησιμότητα της χώρας, νοθεύουν πολλές φορές σε τέτοιο βαθμό την βούληση των ψηφοφόρων, ώστε να εμφανίζονται κόμματα να αναλαμβάνουν την διακυβέρνηση μιας χώρας, ενώ απείχαν από πολύ έως πάρα πολύ από το να έχουν κερδίσει την πλειοψηφία της προτίμησης τους(2) ή ακόμη χειρότερα σε συνολικό αριθμό ψηφοφόρων να υπερτερεί ένα κόμμα και να φαίνεται ότι εκλέγεται και να αναλαμβάνει την διακυβέρνηση ένα άλλο. Η κατάσταση αυτή μάλιστα γίνεται ακόμη χειρότερη με το απαράδεκτο, κυριολεκτικά, γεγονός μεγάλος αριθμός ατόμων, που θέλουν να αποκαλούνται και πολίτες μιας χώρας, να απέχει από την ψηφοφορία, μια κατάσταση που φαίνεται να γίνεται απόλυτα ανεκτή, για ευνόητους λόγους, και από όλα τα πολιτικά κόμματα(3).
5.   Ο έλεγχος των αποφάσεων και των πράξεων όσων κατέχουν πολιτικά αξιώματα είναι συνήθως προσχηματικός, αφού υπάρχουν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, κυβερνητικές κομματικές πλειοψηφίες, τρόποι επηρεασμού και παραπλάνησης της κοινής γνώμης και η δικαιοσύνη συναντά συνήθως, γεγονός που καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την πραγματική ανεξαρτησία της, πολλά εμπόδια στο να ελέγξει πολιτικά πρόσωπα και αποφάσεις(4). Για να περιοριστούν κάπως οι επιπτώσεις των παραπάνω, στις Δημοκρατίες, με αφετηρία την έκδοση το 1215 της περίφημης Magna Carta, ψηφίζεται και υπάρχει ένας θεμελιώδης νόμος, ένας καταστατικός χάρτης θα’ λέγαμε, το Σύνταγμα, με το οποίο δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση και να τον παραβαίνουν όλοι οι υπόλοιποι νόμοι που ψηφίζονται κατά καιρούς.
Ανθρώπινα δικαιώματα
Τα ανθρώπινα δικαιώματα απετέλεσαν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, μια μεγάλη τομή και ένα απαραίτητο συμπλήρωμα στην εξέλιξη και το περιεχόμενο της Δημοκρατίας. Με αυτά συμπληρώθηκαν οι βασικές αρχές της που καθιερώθηκαν με την Αθηναϊκή Δημοκρατία με κυρίαρχο βέβαια αυτό της ελευθερίας.
Και τούτο, γιατί η καθολική ελευθερία ή οι ελευθερίες γενικότερα από την μία, που με τα σημερινά δεδομένα είναι το σωρευτικό αποτέλεσμα της ατομικής, της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας καθώς και εκείνες των εσωτερικών ελευθεριών, και τα δικαιώματα από την άλλη είναι δύο στενά συνδεδεμένες έννοιες, αφού η ίδια η λέξη δικαίωμα περιγράφεται συνήθως ως νομικά αναγνωρισμένη και εγγυημένη ελευθερία για το άτομο και για το κοινωνικό σύνολο.
Είναι γεγονός, όμως, ότι η ζωή μέσα σε μια σύγχρονη Δημοκρατία συνεπάγεται και «κόστος», με την έννοια αυτήν του περιορισμού της ελευθερίας, εφόσον, όπως έγραφε ο Jeremy Bentham, ο οποιοσδήποτε νόμος συνεπάγεται κάποια απαγόρευση, ακόμα και όταν εξασφαλίζει την ίδια την ελευθερία!
Μπορεί, όμως, να υποστηριχθεί βάσιμα ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Δημοκρατία είναι ακριβώς το γεγονός πως ελαχιστοποιεί την αναγκαία επιβολή τέτοιου «κόστους» στους πολίτες της. Και από τη στιγμή που αυτή η θέση για τη σχέση ελευθερίας και Δημοκρατίας είναι γενικά αποδεκτή, έχουμε τη βάση για να απαντηθεί το βασικό ερώτημα, εάν δηλαδή υπάρχει και σε ποιο βαθμό ανάγκη υπακοής στην πολιτική εξουσία: αυτή υπάρχει αποκλειστικά στον βαθμό που εξυπηρετεί την παραπάνω θέση. Οποιοδήποτε άλλο αιτιολογικό, οποιασδήποτε απόχρωσης, που μπορεί να προβληθεί είναι «εκ του πονηρού» και στρέφεται κατά της ελευθερίας.
Πάλη των τάξεων
Η θεωρία αυτή, που αναπτύχθηκε στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα από τον Καρλ Μαρξ, ήταν επηρεασμένη οπωσδήποτε τόσο από τον βαθύ και διαρκή μετασχηματισμό των οικονομικών, κοινωνικών και εργασιακών συνθηκών που επικρατούσαν κατά την βιομηχανική επανάσταση, που ξεκίνησε αρχικά στην Βρετανία και επεκτάθηκε από το δεύτερο μισό του 18ου και ενισχύθηκε  στη συνέχεια τον 19ο αιώνα στο σύνολο της Δυτικής Ευρώπης, όσο και από τις ιδέες της Γαλλικής επανάστασης που προηγήθηκε.
Έκτοτε όμως οι εξελίξεις στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες καθώς και στις συνθήκες εργασίας στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες, και όχι μόνο, μετά τα μέσα του 20ου αιώνα σε συνδυασμό με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου και τις συνέπειες που το γεγονός αυτό συνεπάγεται στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα αλλά και οι αλλαγές στην τεχνολογία και στις μορφές απασχόλησης ήταν τέτοιες που ήταν αδύνατον να προβλεφθούν ακόμη και από έναν βαθύ μελετητή της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της πολιτικής οικονομίας και των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων όπως ο Καρλ Μαρξ.
Έτσι, δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί και η μετάλλαξη του εργαζόμενου σε αυτοαπασχολούμενο, μήτε σε ιδιοκτήτη ή συνιδιοκτήτη οικογενειακής επιχείρησης ή εταιρίας παροχής υπηρεσιών χωρίς υπαλλήλους. Δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατοχή μηχανικών μέσων παραγωγής από τους αγρότες, το να είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος διευθυντής μιας εταιρίας, ενός εργοστασίου, μιας Τράπεζας ή ακόμα να κατέχει αμοιβαία κεφάλαια ή μετοχές πολυεθνικών εταιριών και Τραπεζών.
Σαν συνέπεια η θεωρία αυτή, ενώ ισχύει όταν η οικονομία και οι γενικότερες κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες είναι σε χαμηλά επίπεδα, συνθήκες που τις μετέφεραν, εφάρμοσαν ή επέτρεψαν και εξακολουθούν να επιτρέπουν και να ανέχονται οι αναπτυγμένες ή ισχυρές χώρες σε άλλες, τις υποανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες, η γενίκευση της δεν απαντά σε μια σειρά από ερωτήματα που προκύπτουν από τις παραπάνω εξελίξεις καθώς και στην περίπτωση που ένας εργαζόμενος εργάζεται σε κρατική εταιρία ή στο δημόσιο. Συγκεκριμένα, στις παραπάνω περιπτώσεις: ποιος είναι ο καταπιεζόμενος και ποιος ο καταπιεστής, ποιος είναι ο καπιταλιστής - εργοδότης και ποιος το προλεταριάτο, ποιος παράγει πλούτο και ποιος τον καρπούται και βέβαια, ο δημόσιος λειτουργός παράγει πλούτο και, αν ναι, πώς; Ακόμα δε και αν δεχθούμε στην τελευταία περίπτωση ότι βοηθά, έστω, έμμεσα στην παραγωγή ή την διασφάλιση του πλούτου, αυτός δεν ανήκει αυτοδικαίως και σε οποιοδήποτε σύστημα έχει υπάρξει μέχρι τώρα σε μια ξεχωριστή και πολλές φορές πολύ διακεκριμένη και με εξαιρετικά προνόμια τάξη;
Η θεωρία όμως αυτή αποτέλεσε, όπως προαναφέραμε, και την θεωρητική βάση του κομμουνισμού και του ιδεατού τρόπου διακυβέρνησης που αυτός ευαγγελίζεται. Και λέμε ιδεατού, γιατί τα μεγαλύτερη λάθη της θεωρίας του τελευταίου είναι ότι:
1.   Δεν έλαβε υπόψη του τον ανθρώπινο παράγοντα, παράγοντα εξ αιτίας του οποίου και το ποιο τέλειο σύστημα, το ποιο τέλειο οργανόγραμμα ή επιχειρηματικό σχέδιο μπορεί να αποτύχει.  
2.   Δεν φρόντισε να υπάρχουν οι απαραίτητες δικλείδες που να ελέγχουν, στο πρώιμο τουλάχιστον στάδιο, αυτό της μετάβασης από  το κρίσιμο στάδιο του περάσματος από το καπιταλιστικό μοντέλο στο σοσιαλιστικό, αναγκαίο στάδιο πριν τον κομμουνισμό, τις αποφάσεις και τις πράξεις όσων κατέχουν πολιτικά αξιώματα.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο αρχικό αυτό στάδιο δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου των ατόμων, θεωρώντας ότι, αν αυτά στερούνται μέσων διαβίωσης και ενός λειτουργικού πλαισίου, δεν μπορούν να κάνουν χρήση των αστικών ή πολιτικών δικαιωμάτων (θεωρία γνωστή ως αυτή της γεμάτης κοιλιάς), τα τελευταία αγνοήθηκαν πλήρως με φυσικό αποτέλεσμα βέβαια να παραμερισθούν εντελώς και το δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία, στην ελευθερία σκέψης και έκφρασης καθώς και στην ισότητα ενώπιον του νόμου, δικαιώματα που τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα συνεπάγονται.
Έτσι, στο πρώιμο και κρίσιμο αυτό στάδιο, η εξουσία πέρασε σε κομματικά στελέχη που, από φόβο στην αρχή της ανατροπής του συστήματος από ξένους παράγοντες, τις καπιταλιστικές χώρες, και αργότερα για να κρατηθούν τα ίδια στην εξουσία, παραβίασαν κατάφωρα και κατάργησαν κάθε έννοια ελευθερίας, καταπνίγοντας την ελευθερία του λόγου και της όποιας κριτικής, διαφυλάττοντας για τους εαυτούς τους πλούτη και ανέσεις, που πολλές φορές ξεπερνούσαν κάθε όριο, και το χειρότερο εξοντώνοντας κάθε άτομο η ομάδες ατόμων που στα μάτια τους μπορεί να φάνταζαν ως πιθανοί αρνητές ή αντίπαλοι του καθεστώτος ή αυτών των ιδίων, κατηγορώντας τους έτσι απλά ως εχθρούς ή προδότες του καθεστώτος(5).
Παράλληλα οι επεμβάσεις σε ξένες χώρες, είτε είχαν το ίδιο καθεστώς, π.χ. Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, ή όχι, Αφγανιστάν, έκαναν τον κόσμο να απομακρυνθεί πλήρως από το περίφημο σοσιαλιστικό ιδεώδες, γεγονός που νομοτελειακά επέφερε και την κατάρρευση του συστήματος σε όλες τις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού(6) με τελευταίο ουσιαστικά υπόλειμμα να αποτελεί σήμερα μόνον η Βόρεια Κορέα!
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σχετικά με την Δημοκρατία 1ο: Το Δημοκρατικό πολίτευμα απέδειξε μέσα από την αντοχή του για χιλιάδες χρόνια ότι είναι, παρά τις συγκεκριμένες αδυναμίες του, το καλύτερο σύστημα που υπάρχει σήμερα και όπως είπε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Η Δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, με εξαίρεση όμως όλα τα άλλα!»
Σχετικά με την Δημοκρατία 2ο: Ο ρόλος του κράτους μεταξύ των άλλων, ίσως ο κυριότερος, είναι να παρέχει την εγγύηση ότι καμιά κοινωνική ομάδα δεν θα δρα σε βάρος της άλλης ή των άλλων καθώς και σε βάρος του περιβάλλοντος, με άλλα λόγια δηλαδή ότι όλα θα είναι υπό την επίβλεψη ενός ισχυρού κράτους δικαίου(7) και αυτό βέβαια είναι, ως δημοκρατικό δικαίωμα, στο χέρι των ψηφοφόρων, όσο και αν οι τελευταίοι παραπονούνται!
Σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον κομμουνισμό: Η ελευθερία, ακόμα και η αίσθηση της, είναι κάτι που ενυπάρχει στη φύση του ανθρώπου και ή έλλειψη της ή ακόμα χειρότερα η στέρηση της δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, ακόμα και αν ως ανταλλάγματα προσφέρονται άλλα αγαθά. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι οι αγώνες των λαών έχουν απελευθερωτικό χαρακτήρα και οι πρώτες λέξεις τόσο στη Γαλλική όσο και στην Ελληνική επανάσταση ήταν «Ελευθερία».
Σχετικά με την θεωρία της πάλης των τάξεων και τον κομμουνισμό ως έννοια: Είναι σκόπιμο να παραθέσουμε, ως τελικό συμπέρασμα, και πάλι αυτό που αναφέραμε και στο 1ο μέρος των άρθρων σχετικά με τις ιδεολογίες και τις πολιτικές έννοιες, δηλαδή: «Γενικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αν και οι ιδεολογίες έχουν την τάση να περιλαμβάνουν αφηρημένες έννοιες προς εφαρμογή στον πραγματικό κόσμο, λόγο για τον οποίο συναντώνται πολύ συχνά στο πεδίο της πολιτικής, αυτά τα δύο δεν συμπίπτουν, τουλάχιστον στην πράξη. Και εδώ συνήθως αρχίζει το μπλέξιμο, διότι η ιδεολογία, από τη φύση της, περιέχει ουτοπιστικά στοιχεία, ενώ από την άλλη πλευρά, η πολιτική περιέχει ή πρέπει να περιέχει έντονα ρεαλιστικά και πραγματιστικά στοιχεία!»



Σημείωση 1: Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, σε αντίθεση με την σύγχρονη και τις αντιλήψεις που έχουν πολλοί, μα πάρα πολλοί, για την Δημοκρατία σήμερα, ήταν ένα πολίτευμα εξαιρετικά αυστηρό. Έφθανε μάλιστα μέχρι του σημείου υπερβολής, όπως π.χ. σε περίπτωση που κάποιος υπέβαλε προς ψήφιση και ψηφιζόταν νόμος που ερχόταν σε σύγκρουση με υπάρχοντες «νόμους», αφού ως συνέπεια αυτής της ενέργειας δεν ήταν μόνον η ακύρωση του «ψηφίσματος» αυτού, αλλά και η επιβολή βαρύτατων κυρώσεων εις βάρος του, επειδή εισηγήθηκε το «πάσχον ψήφισμα».
Σημείωση 2: Μια πιστεύω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και επίκαιρη, λόγω της συζήτησης που έχει ανοίξει για την αναθεώρηση του Συντάγματος, πρόταση για την εξάλειψη πολλών από τα προβλήματα που αναφέρθηκαν και παρουσιάζει η σύγχρονη αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, περιγράφεται στο κεφάλαιο «Εκλογικό σύστημα και άλλα συναφή θέματα» του βιβλίου με τον αλληγορικό τίτλο «Τικ – Τακ». Η πρόταση αυτή αναλύει και τεκμηριώνει μεταξύ των άλλων, που ενδεικτικά αφορούν τον αριθμό των βουλευτών, τη συνολική διάρκεια της πρωθυπουργικής και βουλευτικής θητείας, τον τρόπο αποφυγής συνεχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων πριν την ολοκλήρωση της τετραετίας καθώς και τις βουλευτικές παροχές και δικαιώματα, και ένα εκλογικό σύστημα που δίνει την δυνατότητα να εκλεγούν και οι καλύτεροι, ανεξάρτητα από το σε ποιο κόμμα ανήκουν, και, αν κατά βάση είναι αναλογικό, ευνοεί έμπρακτα τον σχηματισμό ισχυρών κυβερνήσεων συνεργασίας!
Σημείωση 3: Όποιος δεν συμμετέχει, χωρίς να υπάρχει ουσιώδης λόγος, στην κύρια αυτή και τόσο σημαντική για μια Δημοκρατία εκλογική διαδικασία, αποποιείται από μόνος του το δικαίωμα να είναι πολίτης της χώρας. Κατά συνέπεια, έπρεπε να μην απολαμβάνει, μέχρι τις επόμενες εκλογές, και τα δικαιώματα που απορρέουν από την έννοια αυτή, όπως το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, το δικαίωμα να κατέχει ή να αναλαμβάνει δημόσια αξιώματα καθώς και θέσεις στον δημόσιο τομέα!
Σημείωση 4: Η έλλειψη του ελέγχου της εξουσίας οδηγεί αναπόφευκτα σε κατάχρηση της εξουσίας και απολυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης. Κι εδώ καθίσταται προφανής η έλλειψη αλλά και η ανάγκη ύπαρξης μιας πραγματικής Ηλιαίας, ενός Πολιτειακού δικαστηρίου, με αρμοδιότητες την τήρηση του Συντάγματος αλλά και όλες τις υπόλοιπες που έχουμε ήδη αναφέρει, δεδομένου ότι, ουσιαστικά, η μόνη δυνατότητα που υπάρχει σήμερα για την κρίση των κυβερνώντων και των πεπραγμένων τους είναι να γίνονται κάθε τέσσερα, συνήθως, χρόνια εκλογές.
Σημείωση 5: Είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργο ότι οι υποστηρικτές του κομμουνιστικού μοντέλου διακυβέρνησης θεωρούν τους εαυτούς τους, ακόμα και σήμερα μετά τα όσα έχουν συμβεί και διαπραχθεί στις πρώην χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», για να μην αναφέρουμε αυτά που συμβαίνουν στην Βόρεια Κορέα, ως δημοκράτες και δεν παύουν να αναφέρονται σε κάθε ευκαιρία στην Δημοκρατία και τα δημοκρατικά δικαιώματα! Εάν αυτό δεν γίνεται από παντελή άγνοια των εννοιών αυτών ή δεν αποτελεί σκόπιμη παραπλάνηση, τότε αποτελεί περίτρανη επιβεβαίωση αυτού που αναφέραμε και αρχικά στο 1ο άρθρο της σειράς, δηλαδή: «Αν η πραγματικότητα συγκρούεται με διαμορφωμένες αντιλήψεις και αισθήματα, τότε, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα!»
Σημείωση 6: Είναι χαρακτηριστικό ότι η ένωση των ευρωπαϊκών κρατών, που  πέρασαν κάτω από την σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ονομάστηκε Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, παρότι ποτέ δεν ίσχυσε ουσιαστικά γι’ αυτά ούτε μία από τις αρχές της Δημοκρατίας.
Σημείωση 7: Το συμπέρασμα αυτό προσεγγίζει τις πολιτικοοικονομικές αντιλήψεις αυτού που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως «σοσιαλδημοκρατία», που και αυτή επίσης με τη σειρά της προσιδιάζει αυτό που οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται ως «νεοφιλελευθερισμό», για τον οποίον δεν υπάρχει μια έννοια που η σημασία της να έχει διαστρεβλωθεί και κατηγορηθεί τόσο, ιδίως από μαρξιστές οικονομολόγους, όσο αυτή, έννοια που δεν είναι άλλη από μια οικονομία της αγοράς που θα ελέγχεται όμως από τους κανόνες ενός ισχυρού κράτους δικαίου, ένα μοντέλο που τελικά ονομάστηκε Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς και εκφράστηκε από τον Γάλλο διανοητή Μισέλ Φουκώ το 1970: «… δεν είναι Άνταμ Σμιθ, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι κοινωνία της αγοράς» και «… δεν πρέπει να συγχέεται με το laissez-faire, αλλά με την ανάγκη για συνεχή [κρατική] εποπτεία, δραστηριότητα, και ρύθμιση».