Menu bar

20 Μαΐου 2017

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. ΓΑΛΛΙΚΗ ΜΠΑΓΚΕΤΑ ή ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΞΙΜΑΔΙ; ΜΕΡΟΣ 2ο





Στο πρώτο μέρος της σειράς αυτής των αναρτήσεων είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τα βασικά σημεία που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία μιας Προεδρική Δημοκρατία, φέρνοντας ως παράδειγμα, το καλύτερο ίσως, αυτό της Γαλλίας. Στο δεύτερο μέρος της σειράς αυτής θα γνωρίσουμε τα αντίστοιχα σημεία λειτουργίας μιας Προεδρευομένης Δημοκρατίας, φέρνοντας ως παράδειγμα αυτό που είναι πιο κοντά μας, αυτό της Ελλάδας.
Στο τέλος της ανάρτησης αυτής, έχοντας πλέον γνωρίσει βασικά τον τρόπο λειτουργίας των δύο αυτών μορφών αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, θα κάνουμε τις αναγκαίες συγκρίσεις μεταξύ τους, βγάζοντας και τα αναγκαία συμπεράσματα.
Απομένει στην επόμενη και τελευταία ανάρτηση να κάνουμε προτάσεις που θεωρούμε ότι είναι αναγκαίες, μετά την σύγκριση των δύο αυτών παραδειγμάτων του τρόπου υλοποίησης της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει (πιστεύω) όλα αυτά τα χρόνια λειτουργίας της Ελληνικής Προεδρευομένης Δημοκρατίας, ώστε, εάν είναι δυνατόν, να ληφθούν τουλάχιστον υπόψη στην επόμενη, όχι τόσο μακρινή απ’ ό,τι φαίνεται και με κομματικά κριτήρια άλλη μια φορά, σύμφωνα με αυτά που μεθοδεύονται, αναθεώρηση του Συντάγματος, για να μη χαθεί μια ακόμη ευκαιρία να γίνει μια ουσιαστική αλλαγή που θα βοηθήσει να ξεφύγουμε από την κομματική μιζέρια και να πάει επιτέλους μπροστά αυτός ο τόπος. 

ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (ΕΛΛΑΔΑ)
Χαρακτηριστικό, κακό όμως ομολογουμένως, παράδειγμα εφαρμογής του συστήματος αυτού αποτελεί η Ελλάδα. Δεν έχουμε παρά να πάρουμε όσα αναφέρθηκαν για την Γαλλική Προεδρική Δημοκρατία, να τα αντιστρέψουμε και… voilà, το ελληνικό σύστημα Προεδρικής διακυβέρνησης παρουσιάζεται ανάγλυφο μπροστά μας!
Συγκεκριμένα, τα βασικά σημεία του τρόπου λειτουργίας αυτού έχουν ως εξής:
1.   Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας στη χώρα μας, που επανήλθε ως θεσμός μετά την κατάργηση του το 1935 λόγω της πολιτειακής τότε μεταβολής, γίνεται από το 1974 από τη Βουλή των Ελλήνων μεταξύ υποψηφίων που προτείνονται βασικά από τις κοινοβουλευτικές ομάδες των κόμματων και όχι απευθείας από τον λαό, όπως γινόταν όταν πρωτοεμφανίστηκε ο θεσμός αυτός το 1924 και διατηρήθηκε μέχρι το 1935.
2.   Η εκλογή αυτή προϋποθέτει ότι ο υποψήφιος για την ανάληψη της Προεδρίας θα πρέπει να λάβει τουλάχιστον τα 2/3 της ψήφου του συνόλου των βουλευτών (200 έδρες). Αν αυτό δεν επιτευχθεί για δεύτερη φορά και στη τρίτη ψηφοφορία δεν λάβει κανείς υποψήφιος  πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου πάλι των βουλευτών (180 έδρες), η Βουλή διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές. Μετά το πέρας των εκλογών, η Βουλή συνέρχεται αμέσως και διεξάγει νέα ψηφοφορία στην οποία, αν δεν επιτευχθεί πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή και πάλι 180 έδρες, προβλέπεται πέμπτη ψηφοφορία με την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, δηλαδή 151 έδρες.
3.  Η θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας, του οποίου οι αρμοδιότητές περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986 και σήμερα ο ρόλος του είναι περισσότερο συμβολικός και εθιμοτυπικός, είναι πέντε χρόνια και δεν μπορεί να επανεκλεγεί για τρίτη φορά, δηλαδή δεν μπορεί να υπερβεί τις δύο θητείες.
4.  Τα εκλογικά συστήματα που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα κατά καιρούς είναι αυτό της Απλής αναλογικής1, της Απλής αναλογικής με όριο2, της Απλής αναλογικής ανά περιφέρεια3 και τέλος της Ενισχυμένης αναλογικής που είναι είτε συνδυασμός Πλειοψηφικού συστήματος και Απλής αναλογικής (μικτά)4 ή κάτι πρωτότυπο, με έμφαση πάντα τον σχηματισμό ισχυρών αυτοδύναμων κυβερνήσεων.
5. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει πρακτικά έλεγχος της εξουσίας και του νομοθετικού της έργου από Συνταγματικό Δικαστήριο. Ο όποιος έλεγχος γίνεται έμμεσα μόνο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών μεταξύ ιδιωτών και διοικήσεως, και το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο, όπως και στη Γαλλία, ασκεί συγκεκριμένες αρμοδιότητες σε θέματα σχετικά με τον προϋπολογισμό και την οικονομία.
ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μετά την παράθεση των βασικών τρόπων λειτουργίας των δύο χαρακτηριστικών αυτών μορφών λειτουργίας μιας αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, είμαστε πλέον σε θέση να κάνουμε τις αναγκαίες συγκρίσεις μεταξύ τους, βγάζοντας και τα αναγκαία συμπεράσματα.
Προεδρία
Κατ’ αρχάς βλέπουμε ότι στο Ελληνικό σύστημα της Προεδρευομένης Δημοκρατίας ο Πρόεδρος δεν εκλέγεται από τον λαό, κάτι που αντιβαίνει στη βασική Δημοκρατική αρχή, ώστε να λάβει και την απόλυτη πλειοψηφία, δηλαδή το 50%+1 αυτών που θα ψηφίσουν, όπως συμβαίνει στην Γαλλική Προεδρική Δημοκρατία.
Το γεγονός ότι ο χρόνος της προεδρικής θητείας στο Ελληνικό σύστημα της Προεδρευομένης Δημοκρατίας δεν συμπίπτει με τον χρόνο της βουλευτικής θητείας, σε συνδυασμό και με το σύστημα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι κάτι που είναι δυνατόν να προκαλέσει παρατεταμένη πολιτική κρίση, αφού δίνει στα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία να το εκμεταλλευτούν, όπως πράγματι το εκμεταλλεύτηκαν στο παρελθόν, για να προκαλέσουν πρόωρες εκλογές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πράγματι, η χώρα οδηγήθηκε πολλές φορές μέχρι τώρα σε περιόδους πολιτικής αστάθειας5 που κάποιες τελικά κατέληξαν και σε πρόωρες εκλογές, κάτι που επεδίωξε και τελικά πέτυχε π.χ. έμμεσα το ΠΑΣΟΚ το 2009, με την απειλή ότι δεν θα συναινούσε στην εκλογή οιουδήποτε υποψηφίου, και άμεσα ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, με το να αρνείται να ψηφίσει οποιονδήποτε υποψήφιο που θα προτεινόταν.
Εκλογικό σύστημα και εκλογή βουλευτών
Στη πλειονότητα των χωρών του κόσμου το εκλογικό σύστημα προβλέπεται από το ίδιο το ισχύον Σύνταγμα τους, παραμένοντας έτσι ενιαίο για όλες τις πολιτικές αναμετρήσεις. Αντίθετα στην Ελλάδα πολύ σπάνια ακολουθήθηκε το ίδιο εκλογικό σύστημα έστω και σε δύο συνεχόμενες εκλογές, εκτός και αν το εκλογικό σύστημα που ίσχυε εκάστοτε συνέφερε την παράταξη που κυβερνούσε.
Ευτυχώς, με βάση διάταξη του Συντάγματος, που ο συνταγματικός νομοθέτης πρόσθεσε με την αναθεώρηση του 2001, «Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές,...» (άρθρο 54 §1), που συνεχίζοντας όμως αναφέρει: «εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές, με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών».
Η εκλογή των βουλευτών, με τον τρόπο που γίνεται στο προεδρικό Σύστημα της Γαλλίας, δηλαδή με μονοεδρικές και πλειοψηφικό σύστημα, πρακτικά, δύο γύρων, όπου ένα κόμμα μπορεί να έχει σε κάθε εκλογική περιφέρεια μόνον ένα υποψήφιο και αυτός που εκλέγεται τελικά να έχει συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων,  υλοποιεί το πάγιο αίτημα η εκλογή των αντιπροσώπων να καθρεφτίζει ξεκάθαρα τη βούληση του λαού και να μην είναι το αποτέλεσμα των κάθε λογής καλπονοθευτικών συστημάτων που επινοούν οι εκάστοτε κυβερνώντες!
Διάκριση Εξουσιών
Στην Προεδρευόμενη δεν υπάρχει στην ουσία διάκριση των εξουσιών αφού οι υπουργοί είναι ταυτόχρονα και βουλευτές και ο Πρωθυπουργός, αναγκαστικά διορίζει υπουργούς με εντελώς αναξιοκρατικά κριτήρια, κυρίως με βάση επηρεασμούς από ισχυρούς παράγοντες, την γεωγραφική κατανομή, τους σταυρούς προτίμησης κ.λ.π.
Έτσι η εκτελεστική με την νομοθετική εξουσία πρακτικά ταυτίζονται και αλληλοεξαρτώνται, δεδομένου ότι προκύπτουν από την ίδια κομματική παράταξη ή συνασπισμό χωρίς να υπάρχει κάποιου είδους περιορισμός στην μεταξύ τους σχέση, έχοντας δε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών περνούν με άνεση οποιονδήποτε νομοσχέδιο ή νομοθετική διάταξη, αγνοώντας επιδεικτικά κάθε αντίθετη προς τούτο άποψη.
Αντίθετα στην Προεδρική ο βουλευτής είναι μόνο βουλευτής, εκπροσωπώντας τον λαό στην Εθνοσυνέλευση και δεν γίνεται ταυτόχρονα  και υπουργός, ενώ ο Πρόεδρος συγκροτεί την κυβέρνηση από ικανότατα στελέχη μόνο με βάση την αξία τους και την ικανότητά τους για παραγωγή έργου, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι βουλευτές του κόμματος του ή όχι ή ακόμα και εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα. Με αυτόν τον τρόπο καταπολεμείται αποτελεσματικά και το «ρουσφέτι», αφού κόβεται η ενιαία αλυσίδα της εξουσίας και της αλληλεξάρτησης  μεταξύ του βουλευτή και του Υπουργού.
Επιπρόσθετα στην Προεδρική Δημοκρατία, επειδή ο Πρωθυπουργός της κυβέρνησης διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τα μέλη της κυβέρνησης δεν προέρχονται αναγκαστικά από το ίδιο κόμμα ή την Εθνοσυνέλευση, οι βουλευτές μπορούν να ελέγχουν την κυβέρνηση ή να καταψηφίζουν νομοσχέδια της χωρίς κομματικές εξαρτήσεις και χωρίς να τίθεται θέμα κομματικής πειθαρχίας ή να κινδυνεύουν να διαγραφούν ή να μην γίνουν υπουργοί.
Δημοκρατική διακυβέρνηση
Όσον αφορά τον τρόπο διακυβέρνησης, η Ελληνική Προεδρευόμενη Δημοκρατία δεν αποτελεί ουσιαστικά ένα καλό παράδειγμα, νόθο θα λέγαμε, δημοκρατικής διακυβέρνησης και αυτό διότι:
1.   Λόγω των ακραία αντιδημοκρατικών εκλογικών συστημάτων που επινοούνται εκάστοτε και εφαρμόζονται, τα κόμματα που κυβερνούν κατέχουν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών με αποτέλεσμα η χώρα να κυβερνάται από μειοψηφίες που τολμούν και λένε ότι ό,τι κάνουν το κάνουν «εν ονόματι του λαού» που τους ψήφισε και τους έδωσε την εξουσία.
2.    Τέλος, οι κυβερνήσεις που προκύπτουν και είναι συνήθως μονοκομματικές ή δρουν ως μονοκομματικές ακόμα και όταν υπάρχουν συνεργασίες, κατέχοντας την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή, δρουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε, πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, να διασφαλίσουν την παραμονή τους στην εξουσία. Αυτό έχει, όπως η μέχρι τώρα εμπειρία έχει αποδείξει, σημαντικές ως καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα και τους ανθρώπους της.
Αντίθετα η Προεδρική δημοκρατία είναι σαφώς πιο δημοκρατικό σύστημα, με αμεσότερη συμμετοχή του λαού στη διακυβέρνηση της χώρας τόσο με τον τρόπο εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας όσο και εκείνον των βουλευτών, χωρίς απαράδεκτα bonus εδρών στο κόμμα που πλειοψηφεί και χωρίς τα νομοθετήματα που εισηγείται η κυβέρνηση, που πρακτικά διορίζεται από τον Πρόεδρο, να ψηφίζονται αναγκαστικά και από την πλειοψηφία των βουλευτών στην Εθνοσυνέλευση.
Έτσι, οι νόμοι που ψηφίζονται, με δεδομένο ότι επιπρόσθετα ελέγχονται τόσο από τη Γερουσία όσο και από το Συνταγματικό Συμβούλιο, δεν είναι και πολύ εύκολο να έχουν τροπολογίες και φωτογραφικά διατάξεις προς εξυπηρέτηση απλά και μόνο συμφερόντων. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η Προεδρική Δημοκρατία στη Γαλλία είναι ένα σύστημα ανάμεσα στην καθαρά Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και στην Άμεση Δημοκρατία.
Σταθερότητα
Η Προεδρευόμενη Δημοκρατία είναι ένα ασταθές και φοβικό πολιτικό σύστημα, αφού η κυβέρνηση είναι στην εξουσία μόνο αν το θέλει η πλειοψηφία των βουλευτών (Αρχή της δεδηλωμένης ή Ψήφος εμπιστοσύνης), με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να προσπαθεί να μη δυσαρεστήσει τους βουλευτές τους κόμματος από το οποίο προέρχεται, να βασίζεται στις πολιτικές ισορροπίες και να υπολογίζει πολύ το πολιτικό κόστος.
Αντίθετα η Προεδρική είναι πιο σταθερό και πιο αποφασιστικό πολιτικό σύστημα και ο Πρόεδρος είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητος και όχι δέσμιος των κομματικών ισορροπιών, αφενός λόγω του τρόπου κατανομής των εξουσιών και της λήψης των αποφάσεων και αφετέρου επειδή η εκλογή του γίνεται χωρίς τη μεσολάβηση ή τη βούληση των βουλευτών του κόμματος του ή και των άλλων κομμάτων, αλλά πάντα απ’ ευθείας από τους ίδιους τους πολίτες και με ποσοστό που είναι τουλάχιστον το 50%+1 των ψήφων.
Ροπή προς τη διαφθορά
Στην Προεδρευόμενη δεν υπάρχει βεβαιότητα για τον χρόνο των εκλογών. Έτσι η κυβέρνηση διατρέχει πάντα τον κίνδυνο της πτώσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο πρωθυπουργός να φοβάται πάντα το πολιτικό κόστος και να αναζητεί στηρίγματα σε εξωθεσμικά κέντρα εξουσία, όπως τα ΜΜΕ, να κάνει υποχωρήσεις μπροστά σε οργανωμένα συμφέροντα ή να προχωρά σε ψηφοθηρικές και αλόγιστες παροχές που συχνά υπονομεύουν μακροχρόνια το μέλλον της χώρας και των κατοίκων της. Αντίθετα στην Προεδρική υπάρχει πάντα προκαθορισμένος χρόνος εκλογών στο τέλος κάθε τετραετίας ή πενταετίας και έτσι ο Πρόεδρος απαλλάσσεται από το άγχος της πτώσης του, με την ουσιαστική δε διάκριση των εξουσιών να είναι αρκετά δύσκολο το να καταφεύγει σε βλαπτικές για τη χώρα ενέργειες.
Στην Προεδρευόμενη επίσης δεν υπάρχει περιορισμός θητειών του πρωθυπουργού. Το πάθος λοιπόν για την παραμονή στην εξουσία κάνει τον κάθε πρωθυπουργό να ενδίδει στο φόβο του πολιτικού κόστους και να είναι ευάλωτος σε κολακείες και εξωθεσμικές στηρίξεις. Αντίθετα στην Προεδρική Δημοκρατία, επειδή προβλέπεται περιορισμένος αριθμός θητειών, συνήθως δύο τετραετίες ή πενταετίες, αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο Πρόεδρος να αποβάλλει σε μεγάλο βαθμό, κυρίως στη δεύτερη θητεία του, το άγχος της επανεκλογής και να αφοσιώνεται στη λήψη μέτρων για το καλό της χώρας του.
Κατανομή εξουσιών και θεσμικός έλεγχος
Στην Προεδρευομένη ή το αντίστοιχο της στη Βασιλευομένη υπάρχει πάντα ένας τυπικός ανώτατος άρχων (Πρόεδρος ή Βασιλιάς) και ένας πρωθυπουργός, που αν δεν υπάρχει ένα θεσμοθετημένο όργανο, όπως η Γερουσία και το Συνταγματικό Δικαστήριο, καθίσταται πρακτικά πανίσχυρος. Αντίθετα στην Προεδρική δεν υπάρχουν δικέφαλα χωρίς ουσία σχήματα, ο άμεσα εκλεγμένος από το λαό Πρόεδρος είναι ουσιαστικά και ο ανώτατος άρχων, παρέχει όμως τις αναγκαίες εξουσίες και στο εκτελεστικό όργανο που είναι η κυβέρνηση, ενώ οι όποιες αποφάσεις και των δύο χρειάζονται την ψήφιση τους από την πλειοψηφία των βουλευτών, που δεν ανήκει αναγκαστικά στο κόμμα τους, ενώ υπάρχει και τελικός έλεγχος από την Γερουσία και το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Τέλος, στην Προεδρευόμενη Δημοκρατία η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι προβληματική, αφού εμμέσως πλην σαφώς η εκάστοτε κυβέρνηση ασκεί πάνω της μεγαλύτερες ή μικρότερες πιέσεις για τη στήριξη αποφάσεων της που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες και της Δικαιοσύνης. Αντίθετα στη Προεδρική, η Δικαιοσύνη είναι πραγματικά ανεξάρτητη για να επιτελέσει την αποστολή της, ανεξάρτητα από την προέλευση των αποφάσεων και το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται.
Σημείωση 1: Με το σύστημα της  απλής αναλογικής διεξήχθησαν στην Ελλάδα οι εκλογές του 1936, 1946 και του 1950, εκ των οποίων μόνο η αυτή του 1946, πρώτες εκλογές μετά το 1936 και αφού είχαν μεσολαβήσει η δικτατορία Μεταξά και η Κατοχή και ενώ η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, κατόρθωσε να δώσει βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα. Γενικά, το σύστημα αυτό στην Προεδρευομένη Δημοκρατία οδηγεί σε παρατεταμένη πολιτική αστάθεια ή ακυβερνησία και γι' αυτόν τον λόγο χρησιμοποιείται σε πολύ λίγα κράτη για εθνικές εκλογές, ενώ αντίθετα συνηθίζεται σε εκλογές τοπικού ή συνδικαλιστικού χαρακτήρα.
Σημείωση 2: Παράδειγμα απλής αναλογικής με όριο είναι το σύστημα εκλογής ευρωβουλευτών στην Ελλάδα, το οποίο κατανέμει απολύτως αναλογικά τις έδρες αλλά μόνο σε όσους συνδυασμούς ξεπεράσουν το 3%.
Σημείωση 3: Στο εκλογικό αυτό σύστημα οι εκλογικές περιφέρειες έχουν συνήθως μικρό αριθμό εδρών (άρα μεγάλο εκλογικό μέτρο), συνεπώς ενδέχεται ένας συνδυασμός με ομοιόμορφα κατανεμημένο εθνικό ποσοστό 4% ή 5% να μην πιάνει σε καμία περιφέρεια το απαιτούμενο μέτρο! Για τον παραπάνω λόγο η παραλλαγή αυτή θεωρείται πως ακροβατεί ανάμεσα στην απλή και την ενισχυμένη αναλογική. Ένα τέτοιο σύστημα εφαρμόσθηκε στις ελληνικές εθνικές εκλογές του 1989 και του 1990.
Σημείωση 4:Το εκλογικό σύστημα που ισχύει στην Ελλάδα είναι το μικτό, που με βάση τον νόμο  3231/2004 που έφερε ο Κώστας Σκανδαλίδης ως Υπουργός Εσωτερικών της κυβερνήσεως Σημίτη έδινε bonus 40 εδρών στο πρώτο κόμμα. Επειδή το bonus αυτό προφανώς δεν φάνηκε αρκετό στην μετέπειτα κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή του νεώτερου, ο τότε υπουργός εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος τροποποίησε τον υπάρχοντα νόμο με τον 3636/2008 και αύξησε το bonus αυτό ακόμα παραπάνω, φθάνοντας το στον απίστευτο αριθμό των 50 εδρών!
Έτσι, οι 250 έδρες κατανέμονται μεν απολύτως αναλογικά σε όσους συνδυασμούς ξεπεράσουν το 3% (στοιχείο απλής με όριο) αλλά οι υπόλοιπες 50 χαρίζονται στον πρώτο συνδυασμό (στοιχείο πλειοψηφικού). Με αυτόν τον τρόπο αρκεί στον πρώτο συνδυασμό το 40.4% των εγκύρων ψήφων για να πάρει τις 101 από 250 έδρες και τελικά να αποκτήσει αυτοδυναμία 151 εδρών στη Βουλή. Το ποσοστό για να επιτευχθεί αυτοδυναμία είναι στην πραγματικότητα ακόμα μικρότερο, εξαρτώμενο από το ποσοστό που θα πάρουν τα κόμματα που δεν θα ξεπεράσουν το 3% και θα μείνουν εκτός Βουλής.
Σημείωση 5: Στις μέχρι σήμερα διαδικασίες από το 1974 για την εκλογή Προέδρων της Δημοκρατίας, που ανέρχονται σε δέκα, μόνον πέντε, δηλαδή αυτές της εκλογής του Μιχαήλ Στασινόπουλου, του Δημητρίου Τσάτσου, του Κωστή Στεφανόπουλου, την δεύτερη φορά, και του Κάρολου Παπούλια (δύο φορές), διεξήχθησαν μία φορά. Για την εκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την πρώτη φορά, του Χρήστου Σαρζετάκη και του Κωστή Στεφανόπουλου, την πρώτη φορά, απαιτήθηκαν τρεις ψηφοφορίες ενώ η εκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την δεύτερη φορά και του Προκόπη Παυλόπουλου έγινε στην πέμπτη ψηφοφορία και μετά τη διάλυση της Βουλής.