Menu bar

18 Μαΐου 2017

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. ΓΑΛΛΙΚΗ ΜΠΑΓΚΕΤΑ ή ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΞΙΜΑΔΙ; ΜΕΡΟΣ 1ο




Σε προηγούμενη σειρά αναρτήσεων με τον τίτλο «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΑΚΑΙΩΜΑΤΑ & ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ» αναλύθηκαν μεταξύ των άλλων τόσο το τι πραγματικά εμπεριέχει η έννοια της Δημοκρατίας όσο και το τι περιλαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταλήγοντας στο ότι αυτά τα δύο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα και ότι η όποια αλλοίωση ή περιορισμός του ενός έχει αναπόφευκτα σημαντικές συνέπειες στο άλλο, μέχρι του σημείου ακόμη και να το αναιρεί.
Στις αναρτήσεις αυτές αναφέρθηκαν επίσης οι διαφορές της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας με τις σύγχρονες Δημοκρατίες, που είναι βασικά κοινοβουλευτικού τύπου, είναι δηλαδή αντιπροσωπευτικές, όπου επισημάνθηκε ότι σε αντίθεση με την πρώτη στις σύγχρονες Δημοκρατίες:
1.   Η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων περιορίζεται βασικά στην εκλογή, ανά ορισμένα και συνήθως αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα, αντιπροσώπων που ασκούν είτε τη νομοθετική, είτε την εκτελεστική εξουσία, είτε και τα δύο ταυτόχρονα.
2.    Οι αντιπρόσωποι αυτοί είναι συγκροτημένοι σε διαφορετικές παρατάξεις ή πολιτικά κόμματα, κάτι που δεν ίσχυε βέβαια στην Αθηναϊκή Δημοκρατία όπου, ακόμα και αν υπήρχαν ευκαιριακά οργανωμένες ομάδες που υποστήριζαν κάποια άποψη, αυτές κατά κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούσαν πολιτικά κόμματα.
3.   Ο έλεγχος των αποφάσεων και των πράξεων των κυβερνώντων, που κρίνονται κάθε τέσσερα συνήθως χρόνια από τον λαό με εκλογές, είναι προσχηματικός όταν δεν υπάρχουν θεσμοθετημένα όργανα και ανεξάρτητες αρχές που να μπορούν να ελέγξουν κατά πόσον οι αποφάσεις αυτές είναι ορθές, δεν εξυπηρετούν κομματικά συμφέροντα και είναι σύμφωνες με το υπάρχον Σύνταγμα, αφού τότε αυτές καθορίζονται βασικά από τις υπάρχουσες κυβερνητικές κομματικές πλειοψηφίες και τους τρόπους επηρεασμού και παραπλάνησης της κοινής γνώμης.
4.  Η δικαιοσύνη συναντά συνήθως, γεγονός που καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την πραγματική ανεξαρτησία της, πολλά εμπόδια στο να ελέγξει πολιτικά πρόσωπα και αποφάσεις.
Έτσι, αν, από τις αναφερόμενες παραπάνω διαφορές, η μεν πρώτη αποτελεί μια παρέκκλιση, αναγκαστική σε μεγάλο βαθμό εκ των πραγμάτων, αυτού που ονομάζουμε «Άμεση Δημοκρατία», η δε τέταρτη συνιστά, όταν η δικαιοσύνη δεν είναι πραγματικά ανεξάρτητη, μια ουσιώδη αλλοίωση του περιεχομένου της Δημοκρατίας, οι δύο άλλες επιφέρουν μια θεμελιώδη αλλαγή σε αυτές τις ίδιες τις αρχές της Δημοκρατίας και αποτελούν ένα πρόβλημα που ο τρόπος επίλυσης του καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το εάν η διακυβέρνηση μιας χώρας διενεργείται πράγματι με δημοκρατικό ή όχι τρόπο.
Προτού προχωρήσουμε όμως θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι ιδανικοί τρόποι διακυβέρνησης δεν υπάρχουν και τούτο διότι, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι εκάστοτε κυβερνώντες είναι οι πλέον ενάρετοι, οι αποφάσεις τους απευθύνονται σε ανθρώπους που αφενός διακατέχονται, τουλάχιστον οι περισσότεροι, από τα γνωστά, μικρότερα ή μεγαλύτερα, συμφέροντα και αδυναμίες τους και αφετέρου η κρίσης τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πολιτισμικό τους επίπεδο καθώς και την παιδεία που έχουν λάβει. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πολύ εύκολα πόσο η κάθε μία από τις παραμέτρους αυτές επηρεάζει και επηρεάζεται από την άλλη.
Μια μορφή διακυβέρνησης όμως, ανεξάρτητα από τα παραπάνω, πλησιάζει προς το ιδανικό:
1.   Όσο λιγότερο οι αρχές της Δημοκρατίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα νοθεύονται και περιορίζονται αντίστοιχα.
2.   Όσο λιγότερο η δικαιοσύνη εξαρτάται από την πολιτική εξουσία και περιορίζονται οι αρμοδιότητες της προκειμένου να εκδικάσει πολιτικές υποθέσεις, να εξετάσει τα διατάγματα ως προς την νομιμότητα τους και να ελέγξει τους Δημοσίους Λειτουργούς.
Με ποιον τρόπο λοιπόν οι σύγχρονες Δημοκρατίες προσπαθούν να ξεπεράσουν τα προβλήματα που δημιουργεί αυτός ο τρόπος, μέσω αντιπροσώπων, διακυβέρνησης; Η απάντηση είναι ότι αυτό γίνεται ή, καλύτερα, επιχειρείται να γίνει με δύο χαρακτηριστικές μορφές διακυβέρνησης που είναι:
1.     Η Προεδρική Δημοκρατία
2.     Η Προεδρευομένη Δημοκρατία
Το εάν και κατά πόσον οι μορφές αυτές διακυβέρνησης επιτυγχάνουν τον σκοπό τους θα φανεί, εξετάζοντας τις βασικές λειτουργίες της καθεμίας χωριστά, παρακάτω.
ΠΡΟΕΔΡΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (ΓΑΛΛΙΑ)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του συστήματος αυτού αποτελεί η Γαλλία. Πράγματι, κρατώντας πάντα τους περιορισμούς που προέρχονται από τον ανθρώπινο παράγοντα, αλλά και υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζονται οι δύο βασικές προϋποθέσεις που αναφέραμε παραπάνω για την λειτουργία της Δημοκρατίας, η εφαρμογή του παραπάνω συστήματος στη χώρα αυτή θεωρείται ότι αποτελεί ένα αρκετά καλό παράδειγμα, αν και έχει αδυναμίες, της προσπάθειας να μειωθούν οι συνέπειες που η διακυβέρνηση μιας χώρας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, πέντε μάλιστα χρόνια στη Γαλλία, μέσω αντιπροσώπων, που ανήκουν και σε διαφορετικές κομματικές παρατάξεις, μπορεί να συνεπάγεται.
Οι λόγοι είναι οι εξής:
1.   Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας στη χώρα αυτή προϋποθέτει ότι αυτός θα λάβει τουλάχιστον το 50%+1 αυτών που θα ψηφίσουν, γεγονός που συνεπάγεται την ύπαρξη μόνο 2 υποψηφίων στον δεύτερο εκλογικό γύρο, εάν στον πρώτο δεν επιτευχθεί η εκλογή ενός με το ποσοστό αυτό. Άρα αυτό από μόνο του αποτελεί ένδειξη σεβασμού στη αρχή της υποταγής στη βούληση της πραγματικής πλειοψηφίας, που είναι και βασική Δημοκρατική αρχή.
2.   Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να επανεκλεγεί για τρίτη φορά, δηλαδή δεν μπορεί να υπερβεί τις δύο θητείες, ο δε χρόνος κάθε θητείας είναι συγκεκριμένος, πέντε χρόνια. Με αυτό εφαρμόζεται, έστω και μερικώς βέβαια, αυτό που ίσχυε  στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία, η παραμονή δηλαδή των αρχόντων στην εξουσία να μη διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι εθεωρείτο ότι αυτό διαφθείρει το άτομο και ότι η ισχυροποίηση του σε αυτήν τον καθιστά επικίνδυνο για την ίδια την Δημοκρατία.
3.   Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι δέσμιος των Βουλευτών του κόμματος του και των ισορροπιών που πρέπει να κρατά, αφού  η εκλογή του γίνεται απ’ ευθείας από τους ίδιους τους πολίτες με την ψήφο τους και μάλιστα με απόλυτη πλειοψηφία. Έτσι, δεδομένου ότι έχει το δικαίωμα να επιλέξει ο ίδιος τα μέλη της κυβέρνησης του, Πρωθυπουργό και Υπουργούς που μπορεί να μην είναι κοινοβουλευτικά πρόσωπα, αλλά εξωκοινοβουλευτικά, η επιλογή τους μπορεί να βασίζεται μόνο στην αξία τους και την ικανότητά τους για παραγωγή έργου, αν και φροντίζει συνήθως, όπως θα δούμε παρακάτω, στην επιλογή του αυτή να μην αγνοείται και η κατάσταση που επικρατεί στην Εθνοσυνέλευση, ώστε να αποφευχθούν στο μέλλον έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ τους.
4.   Αν και η Εθνοσυνέλευση μπορεί να ανατρέψει την κυβέρνηση, δηλαδή τον Πρωθυπουργό και τους άλλους Υπουργούς, με μια πρόταση μομφής (motion de censure), το αποτέλεσμα αυτό δεν έχει επίπτωση στο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτό έχει σαν συνέπεια αφενός οι αποφάσεις της κυβέρνησης να λαμβάνουν υπόψη και τις απόψεις που επικρατούν στην Εθνοσυνέλευση, τουλάχιστον να μη βρίσκονται σε πλήρη διάσταση με αυτές, και αφετέρου ότι δεν θα προκύπτει πολιτική αστάθεια και κάθε τόσο θέμα εκλογών, με ότι αυτό συνεπάγεται, πριν τον χρόνο που από την αρχή προβλέπεται.
5.   Συνηθίζεται ο υποψήφιος για τη θέση του Πρωθυπουργού, αν και διορίζεται από το Πρόεδρο, να προτείνεται από το κόμμα της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση, πρόταση που συνήθως γίνεται αποδεκτή. Όσο για τις υπουργικές θέσεις, ο Πρόεδρος επιλέγει συνήθως εκλεγμένους αντιπροσώπους από την Εθνοσυνέλευση μετά από διαβούλευση όμως με τον Πρωθυπουργό, ο διορισμός του οποίου από τον Πρόεδρο είναι αορίστου χρόνο και μπορεί να αντικατασταθεί κατά την διάρκεια της προεδρικής θητείας, γεγονός που δεν αφήνει περιθώρια στο να επικρατήσει χαοτική διαρχία.
6.    Η εκλογή των Βουλευτών, ο χρόνος της θητείας των οποίων είναι ο ίδιος που ισχύει και για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, γίνεται σε ξεχωριστή εκλογική διαδικασία, δύο μήνες αργότερα από την εκλογή του τελευταίου, γεγονός που θεωρητικά διασφαλίζει ότι οι όποιες αποφάσεις του Πρόεδρου και της κυβέρνησης του δεν θα εγκριθούν αναγκαστικά μόνο από τους εκλεγμένους στη Βουλή αντιπροσώπους του κόμματος απ’ όπου αυτός προέρχεται, δεδομένου ότι το ότι πέτυχε να εκλεγεί με την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφοφόρων δεν συνεπάγεται ότι και το κόμμα του θα έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στις βουλευτικές εκλογές, αλλά απλά, όπως συνήθως συμβαίνει, την σχετική πλειοψηφία.
Εάν το τελευταίο συμβαίνει, τότε αυτό συνεπάγεται ότι οι νόμοι δεν θα ψηφίζονται προς εξυπηρέτηση συμφερόντων, με τροπολογίες και φωτογραφικές διατάξεις, απλά και μόνο επειδή το κόμμα στο οποίο ανήκει ο Πρόεδρος, αλλά και η κυβέρνηση του, κατέχει την πλειοψηφία στη Βουλή, αγνοώντας επιδεικτικά κάθε αντίθετη προς τούτο άποψη, πόσο μάλλον εάν ένα άλλο κόμμα κατέχει την σχετική πλειοψηφία στη Εθνοσυνέλευση, οπότε και ο Πρωθυπουργός της χώρας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μπορεί να προέρχεται απ’ αυτό, κατάσταση που είναι γνωστή ως «συγκατοίκηση».
Πάντως, σαν πρόσθετες ασφαλιστικές δικλείδες,  υπάρχουν τόσον η Γερουσία όσον και το Συνταγματικό Συμβούλιο.
7.   Η Εθνοσυνέλευση μοιράζεται τις νομοθετικές εξουσίες με το άλλο κοινοβουλευτικό σώμα που είναι η Γερουσία, διατηρεί όμως την πρωτοβουλία στο νομοθετικό έργο, εκτός από την περίπτωση της αναθεώρησης του Συντάγματος, όπου τα δύο σώματα είναι ισότιμα. Αν η Εθνοσυνέλευση και η Γερουσία δεν μπορούν να συμφωνήσουν σχετικά με τις διατάξεις ενός νομοσχεδίου, η κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει από την Εθνοσυνέλευση να κάνει μια τελική ψηφοφορία για το νομοσχέδιο, είτε χρησιμοποιώντας την αυθεντική έκδοση που ψήφισε η Εθνοσυνέλευση ή την τροποποιημένη έκδοση που υιοθετείται από την Κοινή Επιτροπή (Commission mixte paritaire) και περιλαμβάνει τυχόν τροποποιήσεις που ζητά η Γερουσία και που η Εθνοσυνέλευση μπορεί να αποδέχεται να υιοθετήσει.
Οι Γερουσιαστές εκλέγονται για μια εξαετή θητεία, με το ήμισυ όμως αυτών να εκλέγεται κάθε τρία χρόνια. Οι Γερουσιαστές εκλέγονται έμμεσα από περίπου 150.000 τοπικά εκλεγμένους αξιωματούχους ("grands électeurs"), περιλαμβανομένων περιφερειακών συμβούλων, συμβούλων των νομών, δημάρχων, συμβούλων των πόλεων και των αντιπροσώπων τους σε μεγάλες κωμοπόλεις.
8.    Η εξουσία του δικαστικού ελέγχου ανήκει σε ένα ξεχωριστό Συνταγματικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελεί μοναδική δημιουργία της Πέμπτης Δημοκρατίας. Έτσι, οι νόμοι ψηφίζονται μεν από το Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα, υπό τον έλεγχο όμως, σχετικά με την τήρηση των διαδικαστικών διατάξεων, του Συνταγματικού Συμβουλίου.
Το Συμβούλιο αυτό απαρτίζεται από εννέα μέλη, με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Γερουσίας και τον Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης να διορίζει κάθε τρία χρόνια από ένα μέλος για μια περίοδο εννέα ετών, που όμως δεν ανανεώνεται.
Βέβαια, στη Γαλλία υπάρχει ακόμα το δικαστικό σώμα, με ύπατη βαθμίδα το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Cour de Cassation) και το διοικητικό, αρμόδιο για τις διαφορές μεταξύ ιδιωτών και διοικήσεως, με ύπατη βαθμίδα το Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’ Etat). Σε αυτά προστίθεται το Ελεγκτικό Συνέδριο (Cour des Comptes), το οποίο ασκεί συγκεκριμένες αρμοδιότητες σε θέματα σχετικά με τον προϋπολογισμό και την οικονομία.
Αξίζει τέλος να αναφερθεί ότι το Γαλλικό Σύνταγμα, με το άρθρο 64, περιλαμβάνει μια εξαιρετικά σημαντική ρύθμιση που είναι η διακήρυξη της ανεξαρτησίας των δικαστών. Η έννοια αυτή περιλαμβάνει την εξωτερική ανεξαρτησία, έναντι δηλαδή της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, ενώ το άρθρο 66 διατυπώνει τη γενική αρχή ότι η δικαστική αρχή είναι «εγγυήτρια των ατομικών ελευθεριών».
Τελειώνοντας με το παράδειγμα αυτό εφαρμογής του συστήματος της Προεδρικής Δημοκρατίας στη Γαλλία, αξίζει να αναφέρουμε ότι η κυβέρνηση, δηλαδή ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός, ο αρμόδιος για τις σχέσεις με το Κοινοβούλιο, ορίζουν τις προτεραιότητες της ατζέντας για τις συνεδριάσεις της Εθνοσυνέλευσης  για δύο εβδομάδες τον μήνα. Μια άλλη εβδομάδα προορίζεται για τα προνόμια του "ελέγχου" της Εθνοσυνέλευσης, που αποτελείται κυρίως από προφορικές ερωτήσεις προς την κυβέρνηση, ενώ μια άλλη, η τέταρτη εβδομάδα, προορίζεται για συζήτηση θεμάτων που ορίζονται από τη Εθνοσυνέλευση. Επίσης, μια μέρα το μήνα τα θέματα προς συζήτηση καθορίζονται από μια "μειοψηφία", δηλαδή ομάδα που υποστηρίζει την κυβέρνηση αλλά δεν είναι η μεγαλύτερη ομάδα, ή "αντιπολίτευση", δηλαδή ομάδα που δήλωσε επισήμως ότι δεν υποστηρίζει την κυβέρνηση.